Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αιδος

См. также в других словарях:

  • Ἄιδος — Ἄϊδος , Αἵδης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾌιδος — ᾍδης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άιδος κυνή — Η περικεφαλαία, κατά τη μυθολογία, του θεού του Άδη Πλούτωνα. Κατασκευάστηκε από τους Κύκλωπες και είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όποιον τη φορούσε. Εκτός από τον Πλούτωνα, τη χρησιμοποιούσαν και άλλοι θεοί, όπως ο Ερμής που τη φόρεσε για να… …   Dictionary of Greek

  • αμερικανόπαις — ( αιδος), ο αμερικανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παις < παις] …   Dictionary of Greek

  • πολύπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύτεκνος 2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγό παις)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρανθόπαις — αιδος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρανθής + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • πρόπαις — αιδος, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Σπάρτη) αγόρι μέχρι τεσσάρων ετών 2. (κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παῖς, παιδός (πρβλ. αντί παις)] …   Dictionary of Greek

  • πυρίπαις — αιδος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) ο γιος τής φωτιάς, αυτός δηλ. που έχει γεννηθεί στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + παῖς (πρβλ. θαλασσό παις)] …   Dictionary of Greek

  • τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»