Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔδῡνα

См. также в других словарях:

  • ἔδυνα — ἔδῡνα , δύω 2 cause to sink aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδυνάθην — ἐδυνά̱θην , δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐδυνά̱θην , δύναμαι to be able aor ind pass 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδυνάθησαν — ἐδυνά̱θησαν , δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • ed- (*heĝh-) —     ed (*heĝh )     English meaning: to eat, *tooth     Note: From an older root (*heĝh ) derived Root ed (*heĝh ): “to eat, *tooth” and Root ĝembh , ĝm̥bh : “to bite; tooth”     Deutsche Übersetzung: “essen”     Note: originally athematic,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»