Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Μητρῷον

См. также в других словарях:

  • μητρῶον — μητράζω take after one s mother fut part act masc voc sg (epic) μητράζω take after one s mother fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρῷον — μητρῷος of a mother masc acc sg μητρῷος of a mother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LUDI Megalenses — in honorem Matris Deûm olim instituti, celebrabantur prid. Non Aprileis: quo festo Patricii mutitare, i. e. mutua celebrare convivia, soliti sunt, sicut plebs Cerealibus, teste A. Gell. l. 18. c. 2. Cic. in Catone mai. Primum semper habui sodales …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • δέμας — το (Α δέμας) (α. «μικρός το δέμας» μικροκαμωμένος β. «δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» με θεϊκό παράστημα αρχ. 1. (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον δέμας» η μητέρα, ο πατέρας 2. «Ἀστερίας δέμας» η Δήλος 3. «Δάμαρτος ἀκτᾱς δέμας» το ψωμί 4. «δέμας πυρός… …   Dictionary of Greek

  • λήμα — (I) η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας chrysomelidae. (II) λῆμα, τὸ (Α) 1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση 2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.) 3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου στι τὸ… …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • μητρωάζω — μητρῳάζω (Α) τελώ τα μυστήρια τής μητέρας τών θεών Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής μητέρας τών θεών Κυβέλης» (βλ. λ. μητρώος) + κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • μητρωακός — μητρῳακός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής Κυβέλης» + κατάλ. ακός] …   Dictionary of Greek

  • μητρώζω — μητρῴζω (ΑΜ) 1. εορτάζω τα μυστήρια τής Κυβέλης 2. είμαι όμοιος με τη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τῆς Κυβέλης» + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»