Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἵκηται

См. также в других словарях:

  • .ίκηται — ἵκηται , ἱκνέομαι come aor subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵκηται — ἱκνέομαι come aor subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORCYRA — insul. maris Iovii non procul ab Epiro, a cuius ora vix 6. milliar. sicut 90. a Iapygio promontor. Italico in Eurum, abest, Ulyssis naufragiô et Alcinoi hortis nobilis, Plin. l. 4. c. 12. olim Sicheria et Phaeacia dicta, nunc est sub ditione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYRAMUS — I. PYRAMUS Graece πυραμοῦς, placentae genus, victoribus olim dari solitum, Artemidorus, l. 1. c. 74. Non tamen omnibus, sed tantum iis, qui in potatoria palaestrâ reliquos in somniâ vicissent. Aristophanis Scholia Equitibus, ὁ διαγρυπνήσας μέχρι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»