Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱμάντας

См. также в других словарях:

  • ιμάντας — ο 1. δερμάτινο λουρί: Κόπηκε ο ιμάντας της μηχανής. 2. κορδόνι: Ιμάντας των υποδημάτων. 3. οριζόντιοι κύκλοι που είναι χαραγμένοι στη βάση του δωρικού κιονόκρανου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ἱμάντας — ἱ̱μάντας , ἱμάς leathern strap masc acc pl ἱμάς leathern strap masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αορτήρ — ἀορτήρ ( ῆρος), ο Α) 1. ιμάντας από τον οποίο μπορεί να κρεμαστεί κάτι 2. ζώνη ξίφους 3. ιμάντας σακιδίου …   Dictionary of Greek

  • λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… …   Dictionary of Greek

  • λώρον — λῶρον, τὸ (Μ) 1. δερμάτινο λουρί, ιμάντας 2. συν. στον πληθ. τὰ λῶρα τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρος)] …   Dictionary of Greek

  • λώρος — ο (AM λῶρος) δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας νεοελλ. ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος μσν. 1. είδος αψίδας 2. χρυσή επωμίδα 3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και… …   Dictionary of Greek

  • μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… …   Dictionary of Greek

  • ρυταγωγέας — ο / ῥυταγωγεύς ( έως, ΝΑ ο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • OPSONOMI — Graece Ο᾿ψονόμοι, olim in Rep. Atheniensi, dicti erant duo sive tres, qui e Senatu eligebantur, ut Fori piscarii haberent curam, darentque operam, ut Leges Piscariis latae observarentur. Eorum meminit Sophilus apud Athenaeum l. 6. τὸ δὲ ἔθος… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»