Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὅρκια

См. также в других словарях:

  • ὅρκια — ὅρκιον oath neut nom/voc/acc pl ὅρκιος belonging to an oath neut nom/voc/acc pl ὅρκιος belonging to an oath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκι' — ὅρκια , ὅρκιον oath neut nom/voc/acc pl ὅρκια , ὅρκιος belonging to an oath neut nom/voc/acc pl ὅρκια , ὅρκιος belonging to an oath neut nom/voc/acc pl ὅρκιε , ὅρκιος belonging to an oath masc voc sg ὅρκιε , ὅρκιος belonging to an oath masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίαν — ὁρκίᾱν , ὅρκιος belonging to an oath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεορκία — η η επιορκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ορκία (< ορκος), κατά το επι ορκία] …   Dictionary of Greek

  • πανορκία — ἡ, Α η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ορκία (< ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ ορκία] …   Dictionary of Greek

  • όρκιον — ὅρκιον, τὸ (Α) [όρκος] 1. όρκος 2. το αντικείμενο τού όρκου, συνθήκη, συμφωνία 3. υπόσχεση που συνοδεύεται από ένορκη βεβαίωση 4. στον πληθ. τὰ ὅρκια α) θυσίες, τελετές, οι οποίες συνόδευαν την παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, την ένορκη συμφωνία β)… …   Dictionary of Greek

  • Ius iurandum —    • Ius iurandum.     I. У греков όρκος. Здесь клятва, в противоположность к тому значению, какое она имела у римлян, должна быть рассматриваема первоначально как религиозно нравственное учреждение, к которому лишь позже присоединилось… …   Реальный словарь классических древностей

  • AMALECH — Latin. populos lambens; vel ex Ebraeo et Syro, populos percutiens; Fil. Eliphaz ex Thamna concubina. Gen. c. 36. v. 12. Erat autem nepos Esau. A quo Amalechitae, pars Idumaeorum vicini Iudaeae, versus meridiem, maledictioni divinitus destinati,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …   Dictionary of Greek

  • ορκιοτόμος — ὁρκιοτόμος, ιων. τ. ὁρκιητόμος, δωρ. τ. ὁρκιατόμος, ον (Α) αυτός που ορκίζεται με μεγαλοπρέπεια σε ιεροτελεστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκιον / ὅρκια + τόμος (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • ορκιοφόρος — ὁρκιοφόρος, ιων.τ. ὁρκιηφόρος, ον (Α) (δ. ανάγν.) ορκιοτόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκιον / ὅρκια + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»