Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τμα-

См. также в других словарях:

  • τμαθείσας — τμᾱθείσᾱς , τέμνω cut aor part pass fem acc pl (epic doric aeolic) τμᾱθείσᾱς , τέμνω cut aor part pass fem gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμαθεῖσαν — τμᾱθεῖσαν , τέμνω cut aor part pass fem acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμαθῇ — τμᾱθῇ , τέμνω cut aor subj pass 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμαθέν — τμᾱθέν , τέμνω cut aor part pass neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμαθέντος — τμᾱθέντος , τέμνω cut aor part pass masc/neut gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμαθήσονται — τμᾱθήσονται , τέμνω cut fut ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • tem-1, tend- —     tem 1, tend     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • λαίτμα — λαῑτμα, ατος, τὸ (Α) 1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.) 2. θαλάσσιο πέρασμα 3. πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα μα με …   Dictionary of Greek

  • τριμεθυλαμίνη — η, Ν χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, τριτοταγής αμίνη, γνωστή και με τη βραχυγραφία ΤΜΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trimethylamine < trimethyl (< tri [< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις] + methyl [< μέθυ + ὕλη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»