Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱμον-ιά

См. также в других словарях:

  • Ντε Βαλέρα, Ίμον — (Eamon De Valera, Νέα Υόρκη 1882 – Δουβλίνο 1975). Ιρλανδός πολιτικός. Πρωταγωνιστής της ιρλανδικής ανεξαρτησίας, το 1913 αναμείχθηκε στο κίνημα των Ιρλανδών εθελοντών και κατά τις ταραχές του Πάσχα στο Δουβλίνο (1916) συνελήφθη και καταδικάστηκε …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • BOSPHORUS — I. BOSPHORUS sive potius Bosporus, cum Graece Βόςπορος dicitur, ἀπὸ τȏυ βοὸς καὶ πόρου nomen arcessit, quod vel bos traicere possit natandô. Testis interpres Apollonii, Βόςπορος inquit, ὀνομάζεται διὰ τὸ δοκεῖν τὴν Ἰὼ βοῦν οὖσαν διαπορέυεςθαι τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SABOTAE — Gallica vox, Sabotz, calcei sunt lignei, qui apud rusticos in usu. Eorum iam Philostratus meminit l. 9. c. 2. ubi vitam Apollontii enarrans, inter coetera, quae de Indorum edisserit moribus, eos ex arborum corticibus sibi calceos conficere… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • κέρσιμον — κέρσιμον, τὸ (Α) συρίγγιο από κέρατο σε αλιευτική ορμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως διασώζει θ. κερσ που ανιχνεύεται στο κέρνα (II)* και συνδέεται με τα κέρας, κάρηνα + κατάλ. ιμον (ουδ. τής ιμος) με παρετυμολογική πιθ. επίδραση τών κέρσιμος …   Dictionary of Greek

  • προγεύσιμον — τὸ, Α ορεκτική ποικιλία προσφερόμενη πριν από το κυρίως έδεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γεῦσις + κατάλ. ιμος, ιμον] …   Dictionary of Greek

  • συντάξιμον — τὸ, Α 1. ο αναλογικός προσδιορισμός τού κεφαλικοῡ φόρου 2. ο ίδιος ο κεφαλικός φόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξις «υποχρεωτική εισφορά τών πολιτών ανάλογα με τις τάξεις» + κατάλ. ιμον ουδ. της κατάλ. ιμος (πρβλ. καύσ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • φύγιμον — τὸ, Α καταφύγιο, άσυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. φεύγω* + κατάλ. ιμον, ουδ. της κατάλ. ιμος (πρβλ. τρόφ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»