-
1 strap
ιμάντας -
2 лента
η ταινία, ο ιμάνταςτο λουρίпробная (тлф.) - δοκιμαστική -программная вчт. - του προγράμματοςпустая - вчт. κενή -сантиметровая - η μετρική ταινία, разг. η μεζούραтормозная - ο ιμάντας φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лента
-
3 ремень
-
4 ремень
ременьм τό λουρί, ὁ ιμάντας, ὁ ίμάς/ ἡ ζώνη (пояс):кожаный \ремень τό πέτσινο λουρί· дорожные ремни λουριά γιά τίς ἀποσκευές· приводной \ремень тех. ὁ Ιμάντας (или τό λουρί) ιής μηχανϋς. -
5 бандаж
1. маш. (действие) η πρόσδεση ή στερέωση με ταινίες/ιμάντες(предмет) о ιμάντας πρόσδεσης ή στερέωσης2. (колесный) ж.-д. η στεφάνη του τροχού 3. мед. о ζωστήρας, η επίδεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бандаж
-
6 жгут
ο ιμάντας, το κορδόνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жгут
-
7 лямка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лямка
-
8 обхват
1. (толщина ствола дерева по окружности) η περίμετρος του κορμού του δέντρου 2. ав. (ремень, крепление) о αναρτήρας, ο ιμάντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обхват
-
9 ремень
1. тех. ο ιμάντας 2. (полоса кожи) η ζών/η, ο ιμάςпривязной ав. - πρόσδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремень
-
10 ремешок
ο μικρός ιμάντας, το λουρί/λουράκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремешок
-
11 лямка
лямк||аж τό λουρί, ὁ Ιμάντας, ὁ τε-λαμῶν ◊ тяну́ть \лямкау βιοπαλαίω. -
12 приводной
приводнойприл тех. κινητήριος:\приводной ремень ὁ κινητήριος ἰμάς, ὁ ἰμάντας τής μηχανής. -
13 belt
[belt] 1. noun1) (a long (narrow) piece of leather, cloth etc worn round the waist: a trouser-belt; He tightened his belt.) ζώνη2) (a similar object used to set wheels in motion: the belt of a vacuum-cleaner.) ιμάντας3) (a zone of country etc: a belt of trees; an industrial belt.) περιοχή, `ζώνη`2. verb1) (to fasten with a belt: He belted his trousers on.) ζώνω2) (to strike (with or without a belt): He belted the disobedient dog.) δέρνω•- belted -
14 лента
-ы θ.1. ταινία• κορδέλα•шёлковая лента μεταξωτή ταινία•
лента к ордену ταινία παρο, -σήμου•
изоляционная лента μονωτική ταινία•
телеграфная лента τηλεγραφική ταινία.
2. μτφ. ελικοειδές σχήμα•лента реки η κορδέλα, του ποταμού, ο οφιοειδής ποταμός•
лента дороги οφιοειδής οδός.
3. (τεχ.) λωρί, λουρί, ιμάντας.εκφρ.кинематографическая лента – κινηματογραφική ταινία•пулемётная лента – ταινία πολυβόλου. -
15 перевязь
-I в.1. λουρί, ιμάντας• αορτήρας όπλου.2. αγκωνόδεσμος, χειρολάβος•рука на -и χέρι στο χειρολάβο.
-
16 плечико
-а ουδ.ωμάκης, μικρός ώμος. || ωμικός ιμάντας, τιράντα (γυναικείων ή παιδικών εσώρουχων). || πλθ. -ки, -ов οι βάτες των ώμων σακκακιού. -
17 полоса
-ы, αιτ. полосу, πλθ. полосы, -лос, -амθ.1. λωρίδα• ταινία• κορδέλα• ιμάντας•полоса материи λωρίδα υφάσματος•
полоса железа η λάμα•
-ы спектра οι ταινίες του φάσματος.
2. γραμμές φαρδιές•красные и жлтые -ы на платке κόκκινες και. κίτρινες φαρδιές γραμμές στο μαντήλι.
3. ζώνη•лесная полоса δασική ζώνη•
пограничная полоса η παραμεθόρια ζώνη•
полоса обороны αμυντική ζώνη (γραμμή)•
полоса огня ζώνη πυρός.
|| χρονικό διάστημα, διάρκεια, περίοδος.4. σεполоса λιδα τυπογραφική. -
18 портупея
-и θ.ξιφι,στήρας, σπαθιστήρας(ιμάντας εξάρτησης). -
19 ремень
-мня α.λωρίδα, ιμάντας•λωρί•бритвенный ремень το λωρί για το ξυράφι•
ремень у чемондана το λωρί της βαλίτσας.
|| ζώνη. -
20 тесёмка
-и θ.1. βλ. тесьма.2. ιμάντας, λωρίδα• ταινία υφάσματος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιμάντας — ο 1. δερμάτινο λουρί: Κόπηκε ο ιμάντας της μηχανής. 2. κορδόνι: Ιμάντας των υποδημάτων. 3. οριζόντιοι κύκλοι που είναι χαραγμένοι στη βάση του δωρικού κιονόκρανου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ἱμάντας — ἱ̱μάντας , ἱμάς leathern strap masc acc pl ἱμάς leathern strap masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αορτήρ — ἀορτήρ ( ῆρος), ο Α) 1. ιμάντας από τον οποίο μπορεί να κρεμαστεί κάτι 2. ζώνη ξίφους 3. ιμάντας σακιδίου … Dictionary of Greek
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek
λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… … Dictionary of Greek
λώρον — λῶρον, τὸ (Μ) 1. δερμάτινο λουρί, ιμάντας 2. συν. στον πληθ. τὰ λῶρα τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρος)] … Dictionary of Greek
λώρος — ο (AM λῶρος) δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας νεοελλ. ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος μσν. 1. είδος αψίδας 2. χρυσή επωμίδα 3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και… … Dictionary of Greek
μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… … Dictionary of Greek
ρυταγωγέας — ο / ῥυταγωγεύς ( έως, ΝΑ ο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)] … Dictionary of Greek
OPSONOMI — Graece Ο᾿ψονόμοι, olim in Rep. Atheniensi, dicti erant duo sive tres, qui e Senatu eligebantur, ut Fori piscarii haberent curam, darentque operam, ut Leges Piscariis latae observarentur. Eorum meminit Sophilus apud Athenaeum l. 6. τὸ δὲ ἔθος… … Hofmann J. Lexicon universale