-
1 ζωννύω
(αόρ. εζωσα) см. ζώνω -
2 ζωννύω
ζώννυμιgird: pres subj act 1st sg -
3 ζώννυμι/ζωννύω
+ V 4-6-5-3-2=20 Ex 29,9; Lv 8,7.13; 16,4; JgsB 18,11A: to gird with [τινά τινι] Is 3,24; id. [τί τινι] 2 Mc 10,25; id. [τινά τι] 1 Sm 17,39; to gird [τι] Jb 38,3 M: to gird oneself with [τι] 1 Sm 25,13; to gird upon [τι ἐπί τι] 1 Kgs 20(21),27P: to be girded with [τι] JgsΒ 18,11; id. [τινι] 1 Mc 6,37; to have (one’s loins) girded with sth [τί τινι] (metaph.) Is 11,5; to be girded with sth upon (one’s loins) [τι ἐπί τι] Ez 23,15ζώσεις αὐτοὺς ταῖς ζώναις you will gird them with girdles Ex 29,9; ἔζωσεν αὐτὸν τὴν ζώνην he girded him with the girdle Lv 8,7; ζώνῃ λινῇ ζώσεται he shall gird himself with a linen girdle Lv 16,4Cf. HELBING 1928, 47(→ἀναζώννυμι/ζωννύω, περιζώννυμι/ζωννύω, συ-, ὑποζώννυμι/ζωννύω,,) -
4 ὑπο-ζώννῡμι
ὑπο-ζώννῡμι und - ζωννύω (s. ζώννυμι), 1) unten gürten, um-, zusammengürten; ζειρὰς ὑπεζωσμένοι ἔσαν Her. 7, 69; ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Plut. Rom. 26; Num. 13; ὑποζώσας Strat. 64 (XII, 222), ein Fechterausdruck; – ὑπέζωσται νηδὺν λευκήν, hat einen weißen Bauch, Ael. H. A. 13, 17. – 2) ναῦν, ein Schiff mit dem ὑπόζωμα versehen, umbinden, was vor der Abfahrt geschah, Act. Apost. 27, 17; dah. übh. ausrüsten, Pol. 27, 3, 3.
-
5 ζωννυμι
NT. тж. ζωννύω (fut. ζώσω, aor. ἔζωσα, pf. ἔζωκα; med.: ζώννῠμαι, fut. ζώσομαι, aor. ἐζωσάμην; pass.: aor. ἐζώσθην, pf. ἔζωμαι и ἔζωσμαι; adj. verb. ζωστός)1) надевать пояс, опоясыватьζῶσε Ἀθήνη Hes. — (на Пандору) пояс надела Афина;
Ὠκεανὸς ζώννῡσι γαῖαν Anth. — Океан опоясывает землю;ζώσατο ῥάκεσιν Hom. — (Одиссей) опоясался лохмотьями;ζώννυσθαι χαλκόν Hom. — подпоясаться медным мечом;ζώννυσθαι ζώνην или ζωστῆρι Hom. — надеть на себя пояс, подпоясаться;ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Hom. — (место), где (Арей) опоясывался перевязью;ζώννυσθαι χιτῶνα εἰς μηρόν Plut. — окутать бедра хитоном2) (для участия в состязании, в дорогу и т.п.) подпоясывать, т.е. снаряжать(τινά Hom., NT., ζώννυνταί τε νέοι, καὴ ἐπεντύνονται ἄεθλα Hom.)
-
6 ζώννυμι
ζώννῡμι (Aὑπο-ζωνύναι IG12.73.9
), ([etym.] παρα-) Pl.R. 553c; [full] ζωννύω Hp. Mul.1.68: [tense] impf.ἐζώννυον Ev.Jo.21.18
: [tense] fut. , Ev.Jo. l.c.: [tense] aor. 1ἔζωσα Od.18.76
, Hp.Art.14: [tense] pf.ἔζωκα Paus.8.40.2
, ([etym.] δι-) D.H.2.5:—[voice] Med. (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἐζώσθην ([etym.] δι-) Thphr.Sign.22: [tense] pf. ἔζωμαι ([etym.] δι-) Th.1.6 ap. Phot., Suid. s.v. σέσωται, [ per.] 3sg. ἔζωται ([etym.] δι-) IG22.1491.36, ([etym.] ὑπ-) ib.1621.68,ἔζωσται Hp.Art.
l.c.; also in med. sense (v. infr.): rare in [dialect] Att., even in compds.:— gird, esp. gird round the loins for a pugilistic conflict (v. infr.),ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ Od.18.76
(here only [voice] Act. in Hom.);ζῶσέ [μιν].. Ἀθήνη Hes.Op.72
; ζ. τινά hug him in wrestling, Paus.8.40.2; ζ. γαῖαν, of Ocean, AP9.778 (Phil.); ζ. νῆα ὅπλῳ,=ὑποζώννυμι 11
, A.R.1.368: c. dupl. acc.,ζ. τινὰ ζώνην LXX Le.8.7
, cf. 1 Ki.17.39.II [voice] Med., [full] ζώννῠμαι, gird oneself, esp. of athletes.γυμνός, ζωννυμένων τῶν πρὶν ἐνὶ σταδίῳ IG7.52.6
(Megara, iv B.C.);τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα Il.23.685
, cf. 710; ; , cf. Parth. 10.2.2 generally, gird up one's loins for battle,ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους Il.11.15
; ζώννυσθαι [ζωστῆρι] 10.78: c. acc.,ὅθι ζωννύσκετο μίτρην 5.857
(vulg.);ζώσατο δὲ ζώνην 14.181
(vulg.);χαλκὸν ζώννυσθαι 23.130
;ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.12
;χιτῶνα εἰς μηρὸν ἔζωστο Plu.Ant.4
; for labour, Hes.Op. 345;ἐπὶ βουσίν A.R.1.426
, etc.;ζώννυσθαι τὰς κοιλίας ζώναις Theopomp.Hist. 39a
.III [voice] Pass., to be fixed by means of girths, LXX 1 Ma.6.37.2 to be formed in belts or seams, καδμεία ἐζωσμένη ( ἐξωσμ- codd.) prob. in Ps.-Democr.Alch.p.45B. (cf. ζωνῖτις). (ζω ([etym.] ς)- from I.-E. yōs-, cf. Lith. júosti 'to gird', júostas, Avest. yāsta-,= ζωστός 'girt'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώννυμι
-
7 ὑποζώννῡμι
-
8 ὑποζωννύω
-
9 ζώννυμι
ζώννυμι by-form ζωννύω impf. 2 sg. ἐζώννυες (B-D-F §92; Mlt-H. 202f); fut. ζώσω; 1 aor. ἔζωσα; 1 aor. mid. impv. ζῶσαι; pf. ptc. ἐζωσμένος LXX (Hom. et al.; ins, LXX; TestJob 47:5; JosAs) gird τινά someone J 21:18ab. Mid. gird oneself (Jos., Bell. 2, 129) Ac 12:8.—DELG. TW.
См. также в других словарях:
ζωννύω — ζώννυμι gird pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] … Dictionary of Greek
άζωτος — (10ος αι.). Αρμένιος ευγενής, έξαρχος του αυτοκρατορικού τάγματος των Εξκουβίτων, στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886 912). Ήταν γιγαντόσωμος και φημιζόταν για τις πολεμικές του αρετές. Νυμφεύτηκε την κόρη της Αγγουρίνης,… … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ζώννυμι — και ζωννύω (AM) βλ. ζώνω … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
προζωννύω — μέσ. προζώννυμαι, Α ζώνω κάποιον από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ζώννυμι / ζωννύω «ζώνω»] … Dictionary of Greek
προσζώννυμι — και προσζωννύω Α [ζώννυμι / ζωννύω / ζώνω] ζώνω επί πλέον … Dictionary of Greek
ԳՕՏԻ — (տւոյ, տեաց կամ տւոց.) NBH 1 0589 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c, 14c, 15c ζώνη zona, cingulum Կապ միջաց ʼի վերայ պարեգօտի. կամար. զունար. ... *Գօտի կտաւի, մաշկեղէն: Չուան գօտի: Ոչ լուծցեն զգօտիս ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊՆԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0657 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c ն. κρατέω, κατακρατέω firmiter teneo, obtineo, corroboro, fortifico, munio. Գրի եւ որպէս ռմկ. ՊՆՏԵԼ. Պինդ առնել, հաստատել. ամրացուցանել. պնտացնել, ամրցընել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)