Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζωννύω

См. также в других словарях:

  • ζωννύω — ζώννυμι gird pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • άζωτος — (10ος αι.). Αρμένιος ευγενής, έξαρχος του αυτοκρατορικού τάγματος των Εξκουβίτων, στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886 912). Ήταν γιγαντόσωμος και φημιζόταν για τις πολεμικές του αρετές. Νυμφεύτηκε την κόρη της Αγγουρίνης,… …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • ζώννυμι — και ζωννύω (AM) βλ. ζώνω …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • προζωννύω — μέσ. προζώννυμαι, Α ζώνω κάποιον από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ζώννυμι / ζωννύω «ζώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσζώννυμι — και προσζωννύω Α [ζώννυμι / ζωννύω / ζώνω] ζώνω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • ԳՕՏԻ — (տւոյ, տեաց կամ տւոց.) NBH 1 0589 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c, 14c, 15c ζώνη zona, cingulum Կապ միջաց ʼի վերայ պարեգօտի. կամար. զունար. ... *Գօտի կտաւի, մաշկեղէն: Չուան գօտի: Ոչ լուծցեն զգօտիս ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊՆԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0657 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c ն. κρατέω, κατακρατέω firmiter teneo, obtineo, corroboro, fortifico, munio. Գրի եւ որպէս ռմկ. ՊՆՏԵԼ. Պինդ առնել, հաստատել. ամրացուցանել. պնտացնել, ամրցընել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»