-
1 γάλα
γάλα, ακτος, τό (nach Eust. Od. 1761, 38 u. 1818, 24 auch γάλατος, wonach Dind. u. Mein. in Pherecrat. frg. bei Ath. VI, 269 a γάλατι für γάλακτι schreiben wollen; γάλα gen. aus Plat. com., s. Eust. Il. p. 961, 51; – vgl. lac, γλάγος), 1) Milch, von Menschen u. Thieren, von Hom. an überall; Hom. γάλα λευκόν Iliad. 4, 434. 5, 902; λευκοῖο γάλακτος Odyss. 9, 246; vom μῶλυ Odyss. 10, 304 ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνϑος; γλυκεροῖο γάλακτος Odyss. 4, 88; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα ϑῆσϑαι Odyss. 4, 89; vom Kyklopen ἀνδρόμεα κρέ' ἔδων καὶ ἐπ' ἄκρητον γάλα πίνων Odyss. 9, 297. – Pind. N. 3, 75 u. Folgde; γάλα ἔχειν, γάλα δοῦναι, ἐν γάλακτι τρέφεσϑαι, von Säuglingen, Plat. Tim. 81 c; auch plur., ἐν γάλαξι Legg. X, 887 d; vgl. Ael. H. A. 8, 8; ἐν γάλακτι εἶναι Eur. Herc. Fur. 1269; übertr., die Amme, Callim. 43 (VII, 458). – 2) der Saft von Pflanzen, = ὀπός, Medic. – 3) die Milchstraße, οὐράνιον Parmenid. frg. Arist. Meteorl. 1, 8. – 4) ὀρνίϑων γάλα, was bei Nic. Ath. IX, 371 c eine Pflanze ist, wird sprichwörtlich von seltenen leckeren Speisen u. übh. von auserlesenen Glücksgütern gebraucht, Ar. Vesp. 508 u. öfter; nach Schol. Av. 733 ἐπὶ τῶν λίαν εὐδαιμονούντων – ἢ ἐπὶ τῶν σπανίων καὶ δυςευρέτων ἀγαϑῶν; vgl. Luc. Merc. cond. 13, Strab. XIV, 1, 15, bes. Diogen. 3, 92.
-
2 γάλα
γάλα, γάλακτοςGrammatical information: n.Meaning: `milk' (Il.);Other forms: Rare forms dat. γάλακι (Call. Hek. 1, 4, 4), gen. γάλατος (Pap.), τοῦ γάλα (Pl. Com.). - Also γλάγος n. (Β 471). Other forms: γλακῶντες μεστοὶ γάλακτος H.; κλάγος γάλα. Κρῆτες H. (s. below); with hypocoristic gemination γλακκόν γαλαθηνόν H.; and γλακτο-φάγος (Il.); these forms may be due to simple assimilations (or metathesis).Compounds: Old is γαλα-θη-νός `sucking milk' (Od.) from γάλα and θῆσθαι; on the suffix cf. ἀγανός etc. (Schwyzer 452), also τιθήνη. γαλακτο-πότης (Hdt.) etc. On γάλα as second member Sommer Nominalkomp. 83.Derivatives: γαλακτίς ( πέτρα) name of a stone (Orph.) = γαλακτίτης (Dsc.; cf. Redard Les noms grecs en - της 53), both also plant names = τιθύμαλλος (Aët., Gloss.; from the juice, s. Strömberg Pflanzennamen 58, Redard 70); γάλαξ name of a white shellfish (Arist.; Strömberg Fischnamen 109; cf Chantr. Form. 379); γάλιον s. v. - Adj.: γαλακτώδης (Arist.) - Denom. verbs: γαλακτίζω, γαλακτόομαι, γαλακτιάω. - With ξ (from τ assibilated before ι?) γαλαξίας ( κύκλος) `Milky Way' (D. S.; s. Chantr. 95; also γαλακτίας Ptol.); γαλάξια n. pl. name of a Cybele feast (inscr., Thphr.), from which Γαλαξιών months name on Delos (Inschr. IIIa). - Independent γαλατμόν λάχανον ἄγριον H. (cf. γάλιον); perhaps from *γαλακτ-μόν (Strömberg Pflanzennamen 58); Fur. 374, 389 compares ἀδαλτόμον. - γάλαγγα s.v. - From γλάγος late γλαγερός, γλαγόεις; also περιγλαγής (Π 642) and γλαγάω (AP). -Etymology: Outside Geek only in Lat. lac. - The basis of the Greek forms is * galakt- or * glakt- seen in γλακτο-φάγος (Ν 6); but the latter can be a simple syncope; Latin also points to * glakt. From * galakt, with loss of the final consonants and development of sec. vowel in nom.-acc.-form (cf. on γυνή) γάλα, and analogical γάλακτος. - J. Schmidt Pluralbild. 179 assumed that the -t originally occurred only in the nom.-acc, as in Skt. yákr̥-t (s. ἧπαρ). As the nom. lost its final consonants (* galakt \> * galak \> γάλα), the intermediate stage could have given the t-less forms. The Armenian forms, class. kat`n, dial. kaxc` have been explained by Kortlandt, following Weitenberg, (*through an intermediate *kaɫt`- with al \< *l̥ ) from *gl̥kt-m, *gl̥kt-s resp. (Rev. Et. Arm. XIX (1985) 22). - From Lat. lac MIr. lacht etc. Szemerényi's proposal (KZ 75, 1958, 17--184), from *mlg\/k from the root of ἀμέλγω, is impossible (as this root was *h₂melǵ-). - Old Chin. lak `Kumys' in first instance a nordasiatic (turkish) LW [loanword], cf. Turk. dial. raky, araky; from where Arab. ' araq, Japan. sake etc., s. Karlgren DLZ 1926, 1960f. - Vgl. Schwyzer IF 30, 438ff., Kretschmer Glotta 6, 305, Ernout-Meillet s. lac, Buck Synonyms 385 - Not here Hitt. galaktar `Besänftigung, s. Tischler HEW.Page in Frisk: 1,283-284Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάλα
-
3 γάλα
γάλα, γάλακτος, τό (Hom.+) milkⓐ as material fluid 1 Cor 9:7; B 6:17. W. honey as sign of fertility 6:8, 10, 13 (cp. Ex 3:8, 17; 13:5 al.; Lucian, Saturn. 7, Ep. Sat. 1, 20; Himerius, Or. 13, 7 W. ῥεῖν μέλι καὶ γάλα; Dio Chrys. 18 [35], 18 Indian rivers, in which milk, wine, honey and oil flow). As product of human mammary gland γάλα τ. γυναικῶν (Hippocr., Mul. 8: VII, p. 206 L.) ApcPt, Fgm. 2 p. 12, 24 (s. πήγνυμι 3). Of extraordinary circumstance [ὅτι τραχηλοκοπη]θείσης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ γάλα ἐξῆλθεν when (Paul) was beheaded, milk came out from him (evidently in contrast to blood) AcPl Ha 11, 1.ⓑ fig. (cp. Philo, Agr. 9 ἐπεὶ δὲ νηπίοις μέν ἐστι γάλα τροφή, τελείοις δὲ τὰ ἐκ πυρῶν πέμματα, καὶ ψυχῆς γαλακτώδεις μὲν ἂν εἶεν τροφαὶ κτλ., Omn. Prob. Lib. 160, Migr. Abr. 29 al.; Epict. 2, 16, 39; 3, 24, 9. For Hebraic associations s. FDanker, ZNW 58, ’67, 94f) of elementary Christian instruction 1 Cor 3:2; Hb 5:12f. τὸ λογικὸν ἄδολον γ. the unadulterated spiritual milk 1 Pt 2:2 (Sallust. 4, 10 p. 8, 24 of the mysteries: γάλακτος τροφὴ ὥσπερ ἀναγεννωμένων). S. HUsener, Milch u. Honig: RhM 57, 1902, 177–95=Kleine Schriften IV 1914, 398ff; ADieterich, Mithraslit. 1903, 171; RPerdelwitz, D. Mys. 1911, 56ff; KWyss, D. Milch im Kultus d. Griech. u. Römer 1914; FLehmann, D. Entstehung der sakralen Bedeutung der Milch: ZMR 22, 1917, 1–12; 33–45; ESelwyn, 1 Pt. ’46, ad loc. and 308f; BHHW II 1215f; Kl. Pauly III 1293f.—DELG. M-M. TW. -
4 γάλα
Aγάλακι Call.Hec. 1.4.4
, prob. in Pherecr.108.18, cf. An.Ox.4.338), also τοῦ γάλα indecl., Pl.Com.238: dat. pl. . (For γλακτ-, cf. Lat. lac for glact):—milk,ἀμελγόμενοι γ. λευκόν Il.4.434
, cf. Od.4.88, etc.; εὔποτον γ., εὐτραφὲς γ., A.Pers. 611, Ch. 898; ἐν γάλακτι ὤν, τεθραμμένη, at the breast, E.HF 1266, Pl.Ti. 81c; ἐν γάλαξι τρέφεσθαι Id.Lg.l.c. (so metaph., ἐν σπαργάνοις καὶ γάλαξιν εἶναι, of art, Ael.VH 8.8);διδόναι γάλα X.Cyn.7.4
; ἐμπλῆσαι γάλακτος to fill full of milk, Theoc.24.3: metaph.,οἶνος, Ἀφροδίτης γ. Ar.Fr. 596
.2 ὀρνίθων γ. (ὄρνιθος γάλα, = ὀρνιθόγαλον, Nic.Fr.71.5, Dsc.2.144), prov. of rare and dainty things, Ar.V. 508, Av. 734, Mcn. 936;τὸ λεγόμενον, σπανιώτατον πάρεστιν ὀρνίθων γ. Mnesim.9
, cf. Ach. Tat.Intr.Arat. 4 (expld. by Anaxag.22 as white of egg, cf. Sch.Luc.Merc.Cond. 13).III the milky way, Parm.11, Arist.Mete. 345a12, Arat.476; butὁ τοῦ γάλακτος κύκλος Euc.Phaen.p.4M.
, Gem.5.69. -
5 γαλα
γάλακτος (γᾰ) τό1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος2) млечно-белый сок(τῶν φυτῶν Arst.)
3) Arst. = γαλαξίας См. γαλαξιας -
6 γάλα
1 milk προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα (cf. Plut., 409b: οἱ μὲν περὶ τὸ Γαλάξιον τῆς Βοιωτίας κατοικοῦντες ᾔσθοντο τοῦ θεοῦ (= Ἀπόλλωνος) τὴν ἐπιφάνειαν ἀφθονίᾳ καὶ περιουσίᾳ γάλακτος.) *fr. 104b. 3*. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. met., ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι (i. e. τὸν ὕμνον) N. 3.78 -
7 γάλα
-
8 γάλα
γάλαlac: neut nom /voc /acc sg -
9 γάλα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γάλα
-
10 γάλα
τό1) молоко;γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;
ξινισμένο — прокисшее молоко;αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;
βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;
συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;
νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;
γάλα σκόνη — сухое молоко;
αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;
2) молоко, млечный сок (растений);3:γάλα ιχθύων — молока;
§ καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;
τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;
έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;
κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить
-
11 γάλα
{сущ., 5}молоко; перен. относительно менее сложных христианских истин: духовное молоко.Ссылки: 1Кор. 3:2; 9:7; Евр. 5:12, 13; 1Пет. 2:2*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάλα
-
12 γάλα
{сущ., 5}молоко; перен. относительно менее сложных христианских истин: духовное молоко.Ссылки: 1Кор. 3:2; 9:7; Евр. 5:12, 13; 1Пет. 2:2*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάλα
-
13 γάλα
-
14 γάλα
молоко.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάλα
-
15 γάλα
молокомолокомΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάλα
-
16 γάλα
-
17 γάλα
[гала] ουσ ο молоко. -
18 γάλα
la llet -
19 γάλα
lait -
20 γάλα
1) mleczny przym.2) mleko (n) rzecz.
См. также в других словарях:
γάλα — lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση … Dictionary of Greek
γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)