-
21 διείρω
Aδιέρσαι Hp.Art.11
, al., butδιεῖραι Id.Morb.2.5
; imper.δίειρον Aen.Tact.31.18
; part.διείρας Luc.Alex.26
, Ael.VH4.28: [tense] pf.διεῖρκα X.Cyr.8.3.10
: [tense] pf. part. [voice] Pass.διῃρμένη Hp.Art.70
, butδιειρμένα PHolm.3.14
:— pass or draw through,ὑπάλειπτρον διὰ καυμάτων Hp.Art.11
; l.c.; l. c.;βελόνας Aeschin.3.166
; insert,παττάλους Thphr.CP2.14.4
;λίνον Aen.Tact.
l. c.;βελόνην διὰ τῶν ὀφθαλμῶν PMag.Par.1.2949
: intr.,δάκτυλοι οἷον διείροντες Philostr.VA4.28
.II string together in order, weave a story, Philostr.VA8.12:—[voice] Pass., λόγος διειρόμενος, = εἰρόμενος, f.l. in D.H.Comp.26. -
22 διωθέω
Aδιῶσα Hom.
(v. infr.),διέωσα X.HG2.1.8
, ἐδίωσα codd. in Hero Aut.24.3:—push asunder, tear away, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν.. διῶσε the elm as it fell uprooted tore the bank away, Il.21.244;διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς E.Heracl. 995
; drive apart,τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους Pl.Ti. 67e
.II more freq. in [voice] Med. ([tense] fut.διώσομαι Democr.191
), force one's way through, break through,τὰ γέρρα Hdt.9.102
;τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39
;τὰς τάξεις Plb.11.1.12
; δ. τὴν ὕλην, of roots, Thphr.HP8.11.8; τὴν θάλατταν, of a river, Plb.4.41.4.2 push from oneself, push away, τοῖς κόντοις διεωθοῦντο, of sailors, Th.2.84;ἡ γαστὴρ δ. τὸ περιττὸν εἰς τὴν νῆστιν Gal. 5.567
; repulse,στρατὸν ἰθυμαχίῃ Hdt.4.102
;οἷς [πέτροις].. διώσει στρατόν A.Fr.199.9
(Dobr.);κῆρας Democr.
l. c.; ; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν repel it, D.21.124;τὴν ἐπιβουλήν Id.58.65
: abs., get rid of danger, Hdt.9.88.3 reject,τὴν εὔνοιαν Id.7.104
;ὃ μὴ προσίενται Th.4.108
;τὴν ἐπικουρίαν Arist.EN 1163b25
; of bribes, D.19.139: abs., refuse, Hdt.6.86.β, Plu.Brut.52: so [tense] pf. [voice] Pass. διῶσμαι cj. for δίωμαι in this sense, Thgn.1311. -
23 εὐφραντικός
2 of persons, cheery, Vett. Val. 9.3, al.: [comp] Comp. - ώτερος more cheered by good fortune, Cat.Cod.Astr. 8(4).238.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφραντικός
-
24 θωρακίζω
A arm with a breastplate or corslet,θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους X.Cyr.8.8.22
:—[voice] Med., put on one's breastplate, Id.An.2.2.14:—[voice] Pass., θωρακισθείς ib.3.4.35; τεθωρακισμένοι cuirassiers, Th.2.100, X.An.2.5.35; ἄγαλμα τεθ. OGI332.7 (Elaea, ii B.C.).II generally, cover with defensive armour,τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν X.Cyr.6.1.29
;ὄγκῳ.. χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ephipp.14.10
: metaph., θ. ἑαυτούς, of wild boars, to sheathe themselves in mud, preparatory to fighting, Arist. HA 571b16; of the ichneumon,θωρακισθεὶς πηλῷ Str.17.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρακίζω
-
25 καθαρότης
A purity of αἰθήρ as compared with ἀήρ, Pl.Phd. 111b: metaph., [ἡ σοφία] χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν κ. LXX Wi.7.24; ἡ τῶν εἰδῶν κ. Dam.Pr. 308; ἄμικτος καὶ ἀσύγχυτος κ. ibid.5 honesty, ἡ περὶ τὰ χρήματα κ. Plb.31.25.9; ἐπιείκεια καὶ κ. POxy.67.6 (iv A.D.); πίστις καὶ κ. Michel 545.18 (Phrygia, ii B.C.).6 purity, lucidity, of literary style, Sch.Hermog.in Rh.7.81W.7 as a title, Rectitude, Holiness, POxy.2110.16 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρότης
-
26 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
27 κάλυμμα
A head-covering, hood, veil, κ. κυάνεον dark veil worn in mourning, Il.24.93, h.Cer.42; Χρύσεον κ. B. 16.38;ὁ Χρησμὸς οὐκέτ' ἐκ καλυμμάτων ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην A.Ag. 1178
(but metaph., δείξω τάδ' ἐκ καλυμμάτων 'I will lift the veil', S.Tr. 1078); λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων ἔχους' E.IT 372, cf.Ar.Lys. 532, Fr.320.5, Dicaearch.1.18;κάρα καλύμμασι κρυψάμενον S.Aj. 245
(lyr.); ;Μωυσῆς ἐτίθει κ. ἐπὶ τὸ πρόσωπον 2 Ep.Cor.3.13
.2 fishing-net shaped like a sack, Opp.H.3.82; βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν, of the garment thrown by Clytaemnestra over her husband, A.Ch. 494.4 grave, AP7.227 (Diotim.).5 in animals, the covering of the gills of fishes, Arist.HA 505a2; operculum of testaceans, ib. 547b5; eyelid, Poll.2.66.9 sheathing-planks for a roof, IG22.1668.57; but, slabs for closing coffers, ib.4.1484.57 (Epid., iv B.C.), 11(2).144A42 (Delos, iv B.C.).10 perh. paving-slab, Milet.7.60.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλυμμα
-
28 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
29 κατάμυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάμυσις
-
30 κεγχρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρωτός
-
31 κλέπτω
Aκλέπτεσκον Hdt.2.174
: [tense] fut. , etc.,κλέψομαι X.Cyr.7.4.13
: [tense] aor.ἔκλεψα Il.5.268
, etc.: [tense] pf. , 372, Pl.Lg. 941d; later part.κεκλεβώς IG5(1).1390.75
(Andania, i B.C.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐκλέφθην Hdt.5.84
, E.Or. 1580: [tense] aor. 2 ἐκλάπην [ᾰ] Pl.R. 413b, X.Eq.Mag.4.17; later part. (ii A.D.): [tense] pf. , Ar.V.57. (Cf. Lat. clèpere, Goth. hlifan ([etym.] κλέπτειν), hliftus ([etym.] κλέπτης)):— steal, c. acc. or abs., Il.24.24, 71, 109; τῆς γενεῆς ἔκλεψε from that breed Anchises stole, i.e. foals of that breed, 5.268;κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλος Sol.4.13
;κ. μοιχεύειν τε Xenoph.11.3
;ἢν μηδὲν μήτε κλέπτῃ μήτε ἀδικῇ Democr.253
;κ. τι παρ' ἀλλήλων Hdt.1.186
;κ. ἐξ ἱερῶν Pl.Lg. 857b
; carry off,κλέψεν Μήδειαν Pi.P.4.250
; πυρὸς σέλας κ., of Prometheus, A.Pr.8;κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644
; κ. τοὺς μηνύοντας spirit away the deponents, Antipho 5.38; ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κ. let it down secretly, E.Tr. 958, cf. 1010; κ. μορφάς, of painters, steal forms (by transferring them to canvas), Luc.Epigr.41.2 in part. [voice] Act., thievish, κλέπτον βλέπει he has a thief s look, Ar.V. 900; κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός he's an arrant thief, ib. 933.II c.acc. pers., cozen, cheat,πάρφασις, ἥ τ' ἔκλεψε νόον Il.14.217
; οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Hes: Th.613;μὴ κλέπτε νόῳ Il.1.132
; κλέπτει νιν οὐ θεός, οὐ βροτός, ἔργοις οὔτεβουλαῖς Pi.P.3.29
;σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις Id.N.7.23
;οὔτοι φρέν' ἂν κλέψειεν A.Ch. 854
, cf. S.Tr. 243, etc.;τὴν γνώμην Hp.Epid. 5.27
;κ. τὴν ἀκρόασιν Aeschin.3.99
:—[voice] Pass.,κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist.Rh. 1408b5
; προβαίνειν κλεπτόμενος to go on blindfold, Hdt.7.49; κλέπτεταί οἱ ἡ αὐγή his vision becomes deceptive, Hp.Morb.2.12; l.c.: impers., κλέπτεται the deception is passed off, Arist.Rh. 1404b24.III conceal, keep secret,θεοῖο γόνον Pi.O.6.36
;θυμῷ δεῖμα Id.P.4.96
; disguise, διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ' E.Supp. 416;τοῖς ὀνόμασι κ. τὰ πράγματα Aeschin.3.142
;τοὺς ἑαυτῶν κ. X.Eq.Mag.5.2
;κ. ἑαυτὸν ὀφθαλμῶν τε καὶ ὤτων Philostr.VS1.7.2
;κ. τοῦ διανοήματος τὴν ἄδειαν Demetr.Eloc. 239
:—[voice] Pass., κλέπτεται τὸ μετρικόν ib. 182, cf. Them.in Ph.276.26, Paul.Aeg.6.103.IV do secretly or treacherously. δόλοισι κ. σφαγάς execute slaughter by secret frauds, S.El.37;πόλλ' ἂν.. λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Id.Aj. 1137
; κ. μύθους whisper malicious rumours, ib. 188(lyr.); κλέπτων ἢ βιαζόμενος by fraud or open force, Pl.Lg. 933e; ταῦτα κλέπτοντες ταῖς πράξεσιν, i.e. λάθρᾳ πράττοντες, ib. 910b; κλεπτομένη λαλιά secret, clandestine, Luc.Am.15, etc.3 effect or bring about clandestinely,γάμον κ. δώροις Theoc.22.151
:—[voice] Pass., to be 'smuggled in', Arist.Rh.Al. 1440b21.4 get rid of imperceptibly, τὸ δοκεῖν .. D.H.Rh.8.7;τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον Id.Comp.19
:—[voice] Pass.,τοῦ πόσου κλεπτομένου Plot.4.7.5
. -
32 κοῖλος
κοῖλος, η, ον, [dialect] Aeol.and [dialect] Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; [full] κόϊλος, α, ον, Anacr.9 ([comp] Comp. - ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—A hollow, Hom.mostly as epith. of ships,κ. νῆες Il.1.26
, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1;τὰ κ. App.BC5.107
); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507;κ. σπέος 12.93
;κ. πέτρα A. Eu.23
, S.Ph. 1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj. 1165 (anap.), cf. Ant. 1205;κ. τάφρος E.Alc. 898
(anap.);κ. νάρθηξ Hes. Op.52
; ; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668;σφόνδυλος κ. Pl.R. 616d
; of vessels,ἀγγήϊα Hdt.4.2
; ; ;κύλικος.. κοῖλον κύτος Pl.
Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr. 378, Arist.Oec. 1350b23, etc.;κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445
; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk, (Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag. 181
, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr. 901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.);κ. ἱστίον Poll.1.107
; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf.κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3
: [comp] Comp., -ότερος ὁλμοῦ Epich.81
.2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1;κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129
;κ. Ἄργος S.OC 378
, 1387;Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA 1600
;κ. τόποι Plb.3.18.10
: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K.τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13
; ἡ K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: [comp] Comp.,κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete. 352b33
.b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385;ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52
.c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419;κ. ἄγυια Pi.O.9.34
.d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84; ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4.3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6.4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44.II metaph.,1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατοκοῖλον Theoc.22.75
(though here κοῖλον may agree with κόχλον); φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6
, Philostr.VA3.38;ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10
.2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in [comp] Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379.3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf.κοιλαίνω 11.2
), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.).III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN 1102a31;κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20
; of military formations, Ascl.Tact.11.1.IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd. 109b, al.; esp. of cavities in the body,τὰ κ. γαστρός E.Ph. 1411
; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA 496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib. 497a11;τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod.
ap. Ath. 11.479a;τὸ κ. τοῦ.. ποδός Hp.Epid.5.48
: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA 630a3.2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch. -
33 κυαναυγής
κῠαν-αυγής, ές,A dark-gleaming, (lyr.);τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1
; of the sea,κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169
, etc.;πηγή Supp.Epigr.4.467.25
(Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av. 1389.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαναυγής
-
34 κύλα
A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37;τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44
, cf. Hsch., Phot.:—also [full] κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; [full] κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια, -
35 κώφωσις
2 metaph., dullness, Pempel. ap. Stob.4.25.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κώφωσις
-
36 λάμπω
Aλάμπεσκεν Emp.84.6
, Theoc. (v. infr.): [tense] fut. -ψω S.El.66, AP6.249 (Antip.): [tense] aor.ἔλαμψα Hdt.6.82
(v.l.), S.OT 473 (lyr.), Ar.V.62, Pl.Ep. 335d: [tense] pf. λέλαμπα (in [tense] pres. sense) E.Andr. 1025, Tr. 1295 (both lyr.):—[voice] Med., h.Hom.31.13, etc.: [tense] impf. ἐλαμπόμην, [dialect] Ep. λαμπ-, Il.6.319, E.Med. 1194: [tense] fut. λάμψομαι ( ἐλλ-) Hdt.1.80:—[voice] Pass., [tense] fut. λαμφθήσομαι ( ἐλλ-) Plot.2.9.3: [tense] aor.ἐλάμφθην J.BJ4.10.1
( περι-): from these late forms of [voice] Pass. must be distd. the similar [dialect] Ion. forms of λαμβάνω:—give light, shine, of the gleam of arms,τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή Il.10.154
, cf. 11.66; λάμπε δὲ χαλκῷ, of Hector, 12.463;φῶς λάμπεσκεν Emp.
l.c.;ἀπ' ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ.. λάμπεσκε Theoc.24.19
; of the eyes,ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Il.13.474
; of the sun, Sol.13.23, etc.; of fire, S.Ant. 1007;ἄλσος λάμπεν ὑπὸ δεινοῖο θεοῦ Hes.Sc.71
:—[voice] Med.,κόρυθος -ομένης Il.16.71
;λάμπετο δουρὸς αἰχμή 6.319
;δαΐδων ὕπο -ομενάων 18.492
, Od. (only in this phrase) 19.48, 23.290;χαλκὸς ἐλάμπετο Il.22.134
; of a person, -όμενος πυρί 15.623
;τεύχεσι λ. 20.46
, Hes.Sc.60;ὄσσε -έσθην Il.15.608
;πεδίον.. λάμπετο χαλκῷ 20.156
, etc.2 of sound, ring loud and clear,παιὰν δὲ λάμπει S.OT 186
(lyr.), cf. 473 (lyr.); cf.λαμπρός 1.4
.3 metaph., shine forth, be famous or conspicuous,λάμπει κλέος Pi.O.1.23
;ἀρετά Id.I. 1.22
, E.Andr. 776 (lyr.); (lyr.); (lyr.); .b Astrol., of a planet, occupy a favourable position, Ptol.Tetr.51.4 of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ with beaming face, Ar.Eq. 550 (anap.); shine, gain glory, οὐδ' εἰ Κλέων γ' ἔλαμψε Id.V.l.c.;ἐν ἄλλοις βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν Theoc.25.141
.II trans., cause to shine, illumine,δόλιον ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας E.Hel. 1131
(lyr.), cf. Ion83 (anap.), Ph. 226, APl.c., Trag.Adesp.33, etc. —Found chiefly in poetry and Com., though the [tense] pres. and [tense] impf. occur in X.An.3.1.11 ([voice] Med.), Mem.4.7.7, Pl.Phdr. 250d, Arist.de An. 419a4, and late Prose, and the [tense] aor. in Hdt.6.82 (v.l.), Arist.Mu. 395a15, Plu.Tim.3, etc. -
37 λαμυρός
II gluttonous, greedy,γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8
= Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7;ὀδόντες Theoc.25.234
; .III metaph., wanton, impudent, -ώτερον λέγειν X.Smp.8.24
;Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1
;λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38
;λ. ἱστορίη AP7.450
(Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib. 179 (Mel.);λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10
: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμυρός
-
38 λίπασμα
4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίπασμα
-
39 λόε
A v. λούω. [full] λοετρόν, [full] λοετροχόος, v. λουτρ-. [full] λοέω, v. λούω. [full] λοιάδες· αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν, Theognost.Can.22; cf. λογάς (B). [full] λοίαξ· ὁ ξηρὸς χόρτος, Hsch. -
40 μαρμαρυγώδης
μαρμᾰρῠγ-ώδης, ες, 'Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαρυγώδης
См. также в других словарях:
ὀφθαλμῶν — ὀφθαλμός eye masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ ἔξω ὀφθαλμῶν, ἔξω φρενῶν… — См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
очьныи — (13) пр. Пр. к око: ѿ зѣница очныѧ въсхыщаемыѧ сѣни. КР 1284, 356в; паѹла… избраньствомь сподоби и васили˫а вкупѣ оц҃а рускаго очьныи недугь отерлъ ѥси мл(с)тве. твоимь кр҃щниѥмь. МинПр XIII/XIV, 68; ѿверзостасѧ ѡчи ѥю и разѹмѣста, ˫ако нага ѥста … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
ετεροφθαλμία — η (ΑΜ ἑτεροφθαλμία) [ετερόφθαλμος] νεοελλ. ιατρ. διαφορά στην εμφάνιση τών δύο ματιών ως προς το μέγεθος, τη θέση τού άξονά τους και, πιο συχνά, το χρώμα τής ίριδας μσν. στον πληθ. αἱ ἑτεροφθαλμίαι οι μαγγανείες, οι γοητείες μσν. αρχ. διαφορά στο … Dictionary of Greek
ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… … Dictionary of Greek
οφθάλμιος — ὀφθάλμιος, ον (Α) [οφθαλμός] 1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια α) η περιοχή τών οφθαλμών β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα … Dictionary of Greek
οφθαλμοστρόφος — ο 1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα») 2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» νευρική κρίση κατά τη διάρκεια τής οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek