-
1 κεγχρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρωτός
См. также в других словарях:
κεδρωτός — ή, ό (Α κεδρωτός, ή, όν) νεοελλ. αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος αρχ. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαφν ωτός, κεγχρ ωτός)] … Dictionary of Greek
κοσμωτός — κοσμωτός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + επίθημα ωτός (πρβλ. κεγχρ ωτός, σπονδυλ ωτός] … Dictionary of Greek