Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεγχρ-ωτός

См. также в других словарях:

  • κεδρωτός — ή, ό (Α κεδρωτός, ή, όν) νεοελλ. αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος αρχ. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαφν ωτός, κεγχρ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κοσμωτός — κοσμωτός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + επίθημα ωτός (πρβλ. κεγχρ ωτός, σπονδυλ ωτός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»