-
1 κύλον
-
2 κύλα
A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37;τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44
, cf. Hsch., Phot.:—also [full] κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; [full] κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια,
См. также в других словарях:
κύλον — κύλον, τὸ (Α) 1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο 2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen … Deutsch Wikipedia
κυλάδες — κυλάδες, αἱ (Α) τα κοιλώματα κάτω από τα βλέφαρα, τα κύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον + κατάλ. άδες, πληθ. τής άς, άδος] … Dictionary of Greek
κυλίς — κυλίς, ἡ (Α) το κοίλωμα που βρίσκεται κάτω από τα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «το κοίλωμα κάτω από το μάτι» + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. γλωττ ίς, οδοντ ίς)] … Dictionary of Greek
κυλοιδιώ — κυλοιδιῶ, άω (Α) 1. έχω πρησμένα τα μέρη κάτω από τα βλέφαρα, έχω μαύρους κύκλους ή πρηξίματα κάτω από τα μάτια 2. έχω πρησμένο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «κοιλότητα κάτω από το μάτι» + οἰδιῶ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
κύλα — κύλα, τὰ (AM) βλ. κύλον … Dictionary of Greek
υποκοιλίς — ίδος, ἡ, Α το κάτω βλέφαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύλον / κύλα «το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο, τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια» (για τη γρφ. τής λ. πρβλ. και τη γρφ. κοίλα τού τ. κύλα)] … Dictionary of Greek
k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… … Proto-Indo-European etymological dictionary