-
1 χρονού
χρονόωmake temporal: pres imperat mp 2nd sgχρονόωmake temporal: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 χρονοῦ
χρονόωmake temporal: pres imperat mp 2nd sgχρονόωmake temporal: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 χρόνου
χρόνοςtime: masc gen sgχρονόωmake temporal: pres imperat act 2nd sgχρονόωmake temporal: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 χρόνου
временивремяΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρόνου
-
5 Ήρθε πλήρωμα του χρόνου
– Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα• Пришло время платить по заслугамИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Придет время, он пожалеет об этом• Получит по заслугам• Как аукнется, так и откликнетсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ήρθε πλήρωμα του χρόνου
-
6 πλήρωμα του χρόνου
πλήρωμα του χρόνου τοисполнение времен, конец светаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πλήρωμα του χρόνου
-
7 Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
-
8 χρόνος
χρόνος, ὁ,A time, Hom. (v. infr.), etc.: dist. fr. καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χ. δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17;μυρίος χ. Id.I.5(4).28
, S.OC 618;μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Id.Aj. 646
;ὁ πᾶς χ. Pi.P.1.46
, cf. A.Eu. 484; πρόπας χ. ib. 898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib. 670; but in Prose,τοῦ χ. τὸν πλεῖστον Th.1.30
, cf. Isoc.9.41;τὸν πρῶτον τοῦ χ. X.Lac.1.5
;τὸν δι' αἰῶνος χ. A.Ag. 554
; χρόνου πολλοῦ δέονται take a long time, X. Smp.2.4, etc.;δότε τι τῷ χ. Antipho 5.86
.b time in the abstract, ἀμερὴς χ. Timo 76;τριμερής S.E.M.10.197
, cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260.2 a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph. 715 (lyr.), Tr. 164; χ. βίου, ἥβης χ., E.Alc. 670, El.20;πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες Aeschin.1.49
: pl., of points or periods of time, τοῖς χ. ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χ. by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χ. altering the dates, D.18.225;μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Pl.Lg. 798b
;τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν IG5(1).728.7
([place name] Sparta), cf. 14.1747.3 ([place name] Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R.b date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al.c year,Ἑλληνικά 1.233
(Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13.d equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240.3 Special phrases:a acc., χρόνον for a while, for a long or short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον for a long time, Od.11.161;δηρὸν χ. Il.14.206
;οὐκ ὀλίγον χ. 19.157
;τοῦτον τὸν χ. Hdt.1.75
; ἐς τὸν αἰὲν χ. for ever, E.Or. 207 (lyr.); οὐ πολὺς χ. ἐξ οὗ .. Pl.R. 452c;παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος S.Aj. 600
(lyr.); ἦν χρόνος ἐν ᾧ .., or ὅτε .., Linusap.D.L.Prooem.4, Critias 25.1 D.;ἕνα χ.
once for all,Il.
15.511.b gen., χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt. 4.155; so χ. ἐπιγενομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134;πολλοῦ.. οὐχ ἑόρακά πω χρόνου Ar. Pl.98
; οὐ μακροῦ χ., τοῦ λοιποῦ χ., S.El. 478 (lyr.), 817;βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ. Id.OC 397
;ποίου χρόνου; A.Ag. 278
; πόσου χ.; after how long? Ar.Ach.83.c dat., in process of time,Xenoph.
18, Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag. 126, 463, Ch. 650 (all lyr.); alsoχρόνῳ κοτέ Hdt.9.62
;τῷ χ. ποτέ Ar.Nu. 865
; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art.,τῷ χ. Ar.Nu.66
, 1242.d ὁ ἄλλος χ., in [dialect] Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χ., of future, v. λοιπός 3; so χ. ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χ. ἱκνούμενον or κατὰ χ. < τὸν> ἱ. at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf.ἱκνέομαι 111.2
).4 with Preps.:— ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al.b ἀφ' οὗ χρόνου from such time as.., X.Cyr.1.2.13.c διὰ χρόνου after a time, after an interval, S.Ph. 758, Ar.Lys. 904, Pl. 1055, Th.2.94;διὰ χρόνου πολλοῦ Hdt.3.27
;διὰ π. χ. Ar.V. 1476
;διὰ μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: but χρόνος.. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph. 285.e ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu. 1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr. 278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib. 228a; ἐν χρόνοισι perh. formerly, [Emp.]Sphaer. 108 (leg. Κάρπιμος).f ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.8.104.g ἐπὶ χρόνον for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116;πολλὸν ἐπὶ χ. Od.12.407
;χρόνον ἐπὶ μακρόν Hdt.1.81
; παυρίδιον or παῦρον ἐπὶ χ., Hes.Op. 133, 326.i μετὰ χρόνον after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χ. up to the same time, Th.1.13.m ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χ. about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.).II lifetime, age,ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος S.Ph. 306
;χρόνῳ παλαιοί Id.OC 112
; χρόνῳ μείων ib. 374; τοσόσδε τῷ χ. so far gone in years, Pl.Ax. 365b;χρόνῳ βραδύς S.OC 875
.IV delay, οὐδ' ἐποίησαν (fort. ἐνεποίησαν)χ. οὐδένα D.19.163
; linger,Theoc.
21.25; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, D.23.93.V Gramm.,2 time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χ. a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10.3 in Rhythmic and Music, time,διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων Aristox.Rhyth.p.79
W., etc.; ὁ πρῶτος [χ.] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in pl.,λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας Aristox.Rhyth.p.77
W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ χρόνων Aristid.Quint.1.23
. -
9 χρονος
ὅ1) времяὁ μυρίος или μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Soph. — бесконечное время;
τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Thuc. — большую часть времени;τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον Aesch. — вековечно;ὅ πρὴν (πάρος, πρόσθεν или ἄλλος) χ. Soph. — прежнее время, прошлое;ὅ λοιπὸς χ. Soph., Xen. — последующее время, будущее;χρόνου περιϊόντος или ἐπιγιγνομένου Her. и ἐν χρόνῳ Aesch. — с течением времени, спустя некоторое время;ἀνὰ и ἐς χρόνον Her. — впоследствии;διὰ χρόνου Thuc. — по истечении некоторого времени, Arph. в течение некоторого времени, немного, Soph. от времени до времени;διὰ πολλοῦ χρόνου Her. и διὰ μακρῶν χρόνων Plat. — через большие промежутки времени, но διὰ πολλοῦ χρόνου Arph. и ἐν πολλῷ χρόνῳ Plat. в течение долгого времени;ὅ χ. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Soph. — день уходил у меня за днем, т.е. время шло;(ἐπὴ) χρόνον Hom., Her., Thuc. — в течение известного времени;ἐντὸς χρόνου Her. — по истечении некоторого времени, т.е. в близком будущем;τοῦ λοιποῦ χρόνου Soph., Arph. — впредь, отныне;τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. и πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin. — преждевременно;ἀφ οὗ χρόνου Xen. — с тех пор как;ποίου χρόνου ; Aesch. — с какого времени?;πόσου χρόνου ; Arph. — как долго?2) время, пораτοῦ ἔτους χ. Xen. — время года;
χ. βίου Eur. — продолжительность жизни, век;ἥβης χ. Eur. — пора юности;ὅ ἐνεστηκὼς или ἐνεστὼς χ. Sext. — настоящее время;ὅ μέλλων χ. Sext. — будущее время;τρίμηνος χ. Soph. — трехмесячный промежуток;δεκέτης χ. Soph. — десятилетие3) возраст(χ. ἀνθρώπων Soph.)
χρόνῳ μείων γεγώς Soph. — младший4) промедление, задержка(χρόνον ποιεῖν Dem.)
χρόνους ἐμποιεῖν Dem. — откладывать, отсрочивать;χρόνον ἔχειν Theocr. — долго тянуться5) грам. глагольное время6) стих. просодическое время, количество гласного или слога -
10 χρόνος
χρόνος, ὁ, 1) die Zeit; Hom. u. Folgde; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο ϑέμεν Pind. Ol. 2, 20; χρόνος ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, 6, 97. 7, 28; μέλλων 11, 7, u. öfter; Tragg., Ar. u. in Prosa; χρόνου περιιόντος Her. 4, 155, u. ä. oft; auch eine gewisse, bestimmte, längere od. kürzere Zeit (näher bestimmt gew. πολύς u. ὀλίγος, auch συχνός u. βραχύς), eine Weile, Zeitdauer, μείνατ' ἐπὶ χρόνον Il. 2, 299, eine Zeit lang, auf eine Weile, vgl. Od. 14, 193; Hes. O. 755; Her. I, 116; οὐ μάλα πολλὸν ἐπὶ χρόνον Od. 12, 407, wie Her. χρόνον ἐπὶ μακρόν 1, 81; παῦρον, παυρίδιον ἐπὶ χρόνον, Hes., u. ä. auch Folgde; auch allein χρόνον, eine Weile, eine längere od. kürzere Zeit lang, wie der Zusammenhang ergiebt, Od. 4, 599. 6, 295. 9, 138, Her. 1, 175. 7, 223; οὐκ όλίγον χρόνον ἔσται φύλοπις Il. 19, 157; πολὺν χρόνον Od. 11, 161 u. Folgende; ἕνα χρόνον, in einem Augenblick, auf ein Mai, Od. 15, 511; τὸν ἀεὶ χρόνον, für alle Zeit, immerfort; ϑεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ ϑήσω χρόνον Aesch. Eum. 452, vgl. 542; εἰς τὸ πᾶν χρόνου 640; ἐς χρόνον, in Zukunft, hernach, Her. 3, 72. 9, 89; χρόνῳ, mit der Zeit, spät, endlich, Pind., Tragg., wie Aesch. χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν, Ag. 125; vgl. 781 Ch. 293; χρόνῳ γὰρ γνώσει Soph. O. C. 856; χρόνῳ πολλῷ φανείς, nach langer Zeit, Tr. 226; χρόνῳ βραχεῖ στραφέντες O. C. 1644, u. sonst; χρόνῳ ποτἐ, endlich einmal, Xen., Her. χρόνῳ κοτέ, 9, 62, wie Soph. Ant. 303; vgl. Pors. Eur. Med. 908; νῠν χρόνῳ, nun endlich; χρόνοις ὕστερον, geraume Zeiten (vier Jahre) später, Lys. 3, 39; χρόνοις πολλοῖς ὕστερον Plut. Thes. 6; u. so oft im plur., ὅταν ἐξήκωσιν οἱ χρόνοι Plat. Legg. 850 b; ἐξῆλϑον οἱ χρόνοι Dem. 20, 144; κατὰ χρόνους ταξάμενοι ἀποδοῦναι, in bestimmten Terminen, Thuc. 1, 117; ἐν χρόνῳ, vor Zeiten, ehemals, auch χρόνῳ allein; σὺν χρόνῳ, mit der Zeit, allmälig, wie ἀνὰ χρόνον, Her. 1, 173. 2, 151; τῷ χρόνῳ, Lob. Soph. Ai. 305; διὰ χρόνου, nach einer gewissen Zeit, nach einer Weile, Ar. Lys. 904 u. öfter; auch = nach langer Zeit, Xen. Mem. 4, 4,5; spät, διὰ μακροῦ χρόνου, Aesch. Pers. 727; διὰ πολλοῦ χρόνου, Her. 3, 27; Ar. Vesp. 1476; τοῦ λοιποῦ χρόνου Ran. 586; διὰ μακρῶν χρόνων γιγνομένη Plat. Tim. 22 d; χρόνου δεῖται, es bedarf der Zeit, d. i. es erfordert lange Zeit, Xen. Conv. 2, 4; χρόνου γενομένου, als einige Zeit verflossen war, D. Sic. 20, 109, wie ἐπειδὴ χρόνος ἐγένετο Lycurg. 21; ὁ ἄλλος χρόνος ist bei den Attikern stets die vergangene, ὁ λοιπὸς χρόνος die zukünftige Zeit, vgl. Wolf Dem. Lpt. p. 234; ὁ ἱκνούμενος χρόνος, die kommende Zeit, die Zukunft, vgl. Bast ep. crit. p. 169. – 2) Lebenszeit, Lebensdauer; χρόνος ἀνϑρώπων Soph. Phil. 306; χρόνῳ παλαιός O. C. 112; τοσόςδε τῷ χρόνῳ, in so hohem Lebensalter, Aesch. Dial. 3, 3. – Bei Sp. das Jahr, s. Hemsterh. Ar. Plut. p. 178. 407 Valck. diatr. p. 135. – 3) übh. Aufenthalt, Verzögerung, Zeitverlust; χρόνους ἐμποιεῖν, Zeitverlust verursachen, Dem. 36, 2; τὸν χρόνον αἰτιώμενοι Luc. bis acc. 4; χρόνον ἔχει, es macht Weitläufigkeit, Umstände.
-
11 χρόνος
ο1) время;χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;
πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;
από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;
2) год;διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;
τον ιδιο χρόνο — в том же году;
μέσα στο χρόνο — в течение года;
ένα χρόνο περίπου — около года;
ένα χρόνο πρίν... — за год до...;
μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;
μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;
δυό φορές το χρόνος — два раза в год;
3) πλ. эпоха, период, времена;αρχαίοι χρόνοι — древние времена;
νέοι χρόνοι — новые времена;
4) муз. такт;κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;
5) грам, время;χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;
6) долгота (слога);πρώτος χρόνος — краткий слог;
§ тоб χρόνου — в будущем году;
καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;
από χρόνου — с будущего года;
προ χρόνων — очень давно, много лет назад;
χρόνο με το χρόνο — из года в год;
απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;
καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;
κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;
ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;
μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;
καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;
συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени
-
12 πολύς
πολύς, [dialect] Att. πολλή, πολύ; gen. πολλοῦ, ῆς, ou=; dat. πολλῷ, ῇ, ῷ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ:—[dialect] Ion. [full] πολλός Anacr.43.3,Aπολλή, πολλόν Xenoph.9
, Democr.219, Hp.VM1, Herod.3.19; also in Trag., S.Ant.86, Tr. 1196; acc. πολλόν, πολλήν, πολλόν: Hdt. uses the [dialect] Ion. forms, but codd. haveπολύν 2.121
.δ, 3.57, v.l. in 6.125,πολύ 2.106
,3.38,6.72,7.46, 160 ( πολύ also in Heraclit.114, Democr. 244):—both sets of forms are found in [dialect] Ep., also gen. sg.πολέος Il.4.244
, etc.: nom. pl.πολέες 2.417
, al., once [var] contr.πολεῖς 11.708
; gen. πολέων (trisyll.) 5.691, (disyll.) 16.655; dat.πολέσι 10.262
,al.;πολέσσι 13.452
, al.;πολέεσσι 9.73
, Od.5.54, Hes.Op. 119, etc.; acc. πολέας (trisyll.) Il.3.126, etc., (disyll.) 1.559,2.4, Hes.Op. 580 (freq. with v.l. πολεῖς Il.15.66, etc.); in later [dialect] Ep. πολέες is used as fem., Call.Del.28, alsoπολέας Id.Dian.42
, A.R.3.21; neut.πολέα Q.S.1.74
(v. infr.):—[dialect] Ep. also have [full] πουλύς (once in Hes., Th. 190, also Thgn. 509, sts. fem. in Hom.,πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27
,ἠέρα πουλύν 5.776
), neut.πουλύ Od.19.387
; these forms are found in codd. of Hp. and Aret. (who uses πολύ, πουλύ and πολλόν in neut.), but not in Hdt.:— Lyr. and Trag. (lyr.) sts. use [dialect] Ep. forms, dat. sg. ; nom. pl.πολέες B.10.17
; neut. ; (fem., B.5.100); dat. pl. . [ῠalways.]I of Number, many, Il.2.417, etc.; ἐκ πολλῶν, opp. ἐξὀλίγων, Hes.Th. 447; τριηκόντων ἐτέων πόλλ' ἀπολείπων wanting many of thirty years, Id.Op. 696;παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε Pl.Phd. 58d
;οὐ πολλοί τινες A.Pers. 510
: with Nouns of multitude,πουλὺς ὅμιλος Od.8.109
;πλῆθος πολλόν Hdt.1.141
;ἔθνος πολλόν Id.4.22
; later πουλὺ.. ἐπ' ἔτος many a year, AP6.235 (Thall.);π. ἦν ὁ καταπλέων Plb.15.26.10
; of anything often repeated,περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Hdt.1.30
;πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος Id.2.2
, cf. 3.137, etc.;πολὺ.. τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας S.OC 305
; often,D.
21.29; τοῦτο ἐπιεικῶς πολὺ νῦν ἐστι is fairly frequent, Luc.Hist.Conscr.15.2 of Size, Degree, Intensity, much, mighty, ὄμβρος, νιφετός, Il.10.6;π. ὕπνος Od.15.394
;πῦρ.. π. 10.359
; π. ὑμέναιος a loud song, Il.18.493; π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, etc., 2.810, Od.9.315, etc.; π. ἀνάγκη strong necessity, E.Ph. 1674; π. γέλως, βοή, much or great, S.Aj. 303, 1149; μωρία ib. 745; ὄλβος, αἰδώς, A.Pers. 251, Ag. 948;ἀσφάλεια Th.2.11
; ἀλογία, εὐήθεια, Pl.Phd. 67e, Phdr. 275c, etc.b rarely of a single person, great, mighty,μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Hdt.7.14
, cf. E.Hipp.1; ὁ π. σοφιστής, στρατηγός, Chor.p.23 B., Id.in Rev.Phil.1.68;ὁ πάντα π. Id.p.27
B.; ὁ πολύς alone, of Hippocrates, Gal.19.530; of Trajan, Lyd.Mag.2.28;ῥώμην σώματος πολύς D.H.2.42
.c joined with a Verb, Κύπρις γὰρ οὐ φορητός, ἢν πολλὴ ῥυῇ if she flow with full stream, metaph. from a river, E.Hipp. 443;θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι D. 18.136
; from the wind, ὡς π. ἔπνει καὶ λαμπρός was blowing strong and fresh, Id.25.57, cf. Ar.Eq. 760, AP11.49 (Even.): generally, with might or force,ὅταν ὁ θεὸς.. ἔλθῃ πολύς E.Ba. 300
;ἢν π. παρῇ Id.Or. 1200
;π. καὶ τολμηρὸς ἅνθρωπος D.40.53
: with part. and εἰμί, πολλὸς ἦν λισσόμενος was all entreaties, Hdt.9.91; ;Ἐτεοκλέης ἂν εἷς π... ὑμνοῖθ' A.Th.6
;π. ἐνέκειτο λέγων Hdt.7.158
;π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται D.18.199
; alsoπ. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Hdt.8.59
;πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Plb.5.49.7
;ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ D.S.14.107
: without a Prep.,π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής Aeschin.2.41
; π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται will be often mentioned, Id.1.166.3 of Value or Worth,πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562
, cf. Od.8.405;πολλοῦ ἄξιος X.An.4.1.28
, etc.;πολλῶν ἄξιος Ar. Pax 918
; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Lat. magni facere, cf.περί A.
IV; ἐπὶ πολλῷ at a high price, D.8.53;ἐπὶ π. ἐρραθυμηκότες Id.1.15
; πολύ ἐστί τι it is worth much, of great conscquence, X.Oec.18.7.4 of Space, large, wide, π. χώρη, πεδίον, Il.23.520,4.244, etc.; πόντος, πέλαγος, Hes.Op. 635, S.Ph. 635;χῶρος πλατὺς καὶ π. Hdt.4.39
; λίμνη μεγάλη τε καὶ π. ib. 109;π. ἡ Σικελία Th. 7.13
;π. ἡ Ἑλλάς Pl.Phd. 78a
, etc.; πολλὸς ἔκειτο he lay outstretched wide, Il.7.156, cf. 11.307; π. κέλευθος a far way, A.Pers. 748 (troch.): withoutὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν.., πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν.. X.An.6.3.16
: διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, v. infr. IV.5 of Time, long, (anap.), etc.;πολὺν χρόνον Il.2.343
, etc.;οὐ π. χρ. S.Ph. 348
, etc.; soπολλοῦ χρόνου Ar.Pl.98
;χρόνῳ πολλῷ S.Tr. 228
; διὰ πολλοῦ (sc. χρόνου) Luc.Nec.15;ἐκ πολλοῦ Th.1.58
, D. 21.41; πρὸ πολλοῦ long before, D.S.14.43;οὐ μετὰ πολύ Luc.Tox.54
; ἔτι πολλῆς νυκτός while still quite night, Th.8.101; πολλῆς ὥρας late in the day, Plb.5.8.3;ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35
;ἔτι ἔστιν ἡμέρα πολλή LXX Ge.29.7
.II Special usages:1 c. partit.gen., e.g. πολλοὶ Τρώων, for πολλοὶ Τρῶες, Il.18.271, etc.; neut., πολλὸν σαρκός, for πολλὴ σάρξ, Od.19.450: in Prose, the Adj. generally takes the gender of the gen.,τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Hdt.1.24
; τῆς γῆς οὐ πολλήν Th.6.7;τῆς ἀθάρης πολλήν Ar.Pl. 694
;πολλὴν τῆς χώρας X.Cyr. 3.2.2
;ὁ π. τοῦ λόγου D.44.6
; v. infr. 3.2 joined with another Adj.,πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch. 277
, cf. 585 (lyr.), etc.: more freq. joined to another Adj. by καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί many men and good, Il.6.452, etc.;πολέες τε καὶ ἄλκιμοι 21.586
;πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.2.312
; παλαιά τε πολλά τε ib. 188;ἄκοσμά τε π. τε Il.2.213
;πολλαί γε.. καὶ ἄλλαι Hes.Th. 363
;π. τε καὶ κακά Hdt.4.167
, etc.;π. κἀγαθά Ar.Th. 351
(butπ. ἀγαθά IG12.76.45
);π. καὶ ἀνόσια Pl.R. 416e
;π. καὶ μακάρια Id.Plt. 269d
;π. καὶ πονηρά X.Mem.2.9.6
;πολλά τε καὶ δεινά Id.An.5.5.8
;μεγάλα καὶ π. D.36.22
; π. καὶ καλοὺς (s.v.l.) κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα, Din.1.109.3 with the Art. (in Hom. without the Art., Il.2.483, 5.334, 22.28), of persons or things well known, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ π. ψυχὰς ὀλέσασ' those many lives, A.Ag. 1456 (lyr.), cf. S.OT 845, Th.3.87, Pl.Phd. 88a, Ti. 54a, Act.Ap.26.24: with abstract Nouns,τᾶς πολλᾶς ὑγιείας A. Ag. 1001
(lyr., dub.); numbers,Hdt.
1.136.b οἱ π. the many, i.e. the greater number,Ἀθηναῖοι.. ἀπῆλθον οἱ πολλοί Th. 1.126
, cf. 3.32, etc. (so in sg., ὁ πολλὸς λόγος the prevailing report, Hdt.1.75);τοῖς π. κριταῖς S.Aj. 1243
: with gen., τοῖς π. βροτῶν ib. 682;οἱ π. τῶν ἀνθρώπων X.Cyr.8.2.24
; far the most,Hp.
Aër.20 (v.l. μάλιστα for ἅπαντες); for τὰ πολλὰ πάντα, v. infr. 111.1a: hence οἱ πολλοί the people, the commonalty, opp. οἱ μείζω κεκτημένοι, Th.1.6; opp. οἱ κομψότεροι, Pl.R. 505b; οἱ π., = Lat. plebs, D.S.20.36; τῶν πολλῶν εἷς one of the multitude, D.21.96; alsoὁ π. λεώς Luc.JTr.53
, cf. Rh.Pr.17;ὁ π. ὅμιλος Id.Luct.2
. Hdn.1.1.1, etc.;ὁ π. δῆμος Luc.Apol.15
;ὁ π. ὄχλος Ph. 2.4
; ὁ π. alone, = vulgus, v.l. in D.S.2.29; the ordinary man, Epicur.Fr. 478, Phld.Rh.2.154S.;νίμμα ὁ π. λέγει, ἡμεῖς ἀπόνιπτρον λέγομεν Phryn.170
, cf.369; ὁ ἐμπαθὴς καὶ π. ἄνθρωπος 'l'homme moyen sensuel', Herm.in Phdr.p.146A.; ὁ π. ἄνθρωπος (with pl. Verb) the average man, opp. τὸ ἐξαίρετον, Eun.Hist.p.216 D.c τὸ πολύ, c. gen.,τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.8.100
;τὸ π. τοῦ χρόνου Hp.
Aër. 20;τῶν λογάδων τὸ π. Th.5.73
;τῶν ὅπλων τὸ π. Pl.Plt. 288b
; alsoὁ στρατὸς ὁ πολλός Hdt.1.102
;ἡ δύναμις ἡ π. Th.1.24
; ὁ π. βίοτος the best part of life, S.El. 185 (lyr.).d the most,Od.
22.273, and perh. 2.58, 17.537 (elsewh. in Hom. πολλά, as Subst., means much riches, great possessions, Il.11.684, Od.19.195);τὰ π. τοῦ πολέμου Th.2.13
; πρὸς τὸ τῶν π. μέγεθος in regard to the size of the average, Arist.Rh. 1363b11.4 pl. πολλά very much, too much, πολλὰ πράσσειν, = πολυπραγμονεῖν, E.Supp. 576, Ar.Ra. 228;π. ἔπαθεν Pi.O.13.63
, etc.; π. ἔρξαι τινά to do one much harm, A. Th. 923 (lyr.).5 πολλάς with Verbs of beating ( πληγάς being omitted), v. πληγή 1.6 πολύς repeated, , cf. A.Supp. 451; , etc.; πολλοῦ πολύς, v. infr. 111.1b: with Advbs. πολλάκις, πολλαχῇ, etc. (qq. v., cf. 111.1 e).III Adverbial usages:a neut. πολύ ([dialect] Ion. πολλόν) , πολλά, much,πόλλ' ἀεκαζομένη Il.6.458
, etc.; strengthd.,μάλα πολλά 8.22
, al.;πάνυ πολύ Pl.Alc.1.119c
; ; esp. of repetition, often, Il.2.798, Od.13.29, Hes.Op. 322; so of earnest commands and entreaties, πολλὰ κελεύων, πόλλ' ἐπέτελλον, πολλὰ λισσομένη, πολλὰ μάλ' εὐχομένω, Il.5.528, 11.782, 5.358, 9.183: with the Art., for the most part,Pl.
Prt. 315a, etc. (but with numerals, at most, Vett. Val.9.5);ὡς τὸ π. X.Mem.1.1.10
, etc.;τὰ πολλά Th.1.13
, 2.11,87, etc.;ὡς τὰ π. Id.5.65
, etc.;τὰ π. πάντα Hdt.1.203
, 2.35, 5.67.b of Degree, far, very much,ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Id.6.82
: also abs. gen. πολλοῦ very,θρασὺς εἶ πολλοῦ Ar.Nu. 915
, cf. Eup.74;πολλοῦ δύνασθαι Alciphr.1.9
(s.v.l.); πολλοῦ πολύς, πολλὴ πολλοῦ, much too much, Ar.Eq. 822,Ra. 1046.c of Space, a great way, far,οὐ πολλόν Hdt.1.104
;πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Th.1.15
, etc.d of Time, long,ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο Hdt.4.126
, cf. 6.129.e of Probability, ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς, perh. = ἐὰν πολλάκις τέκῃς,POxy. 744.9 (i B.C./i A.D.);ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Ar.Ec. 1105
.2 πολύ is freq. joined with Adjs. and Advbs.,a with a [comp] Comp. to increase its comp. force, πολὺ μεῖζον, πολλὸν παυρότεροι, Il.1.167, Od.14.17; πολὺ μᾶλλον much more, Il.9.700; πολύ τι μᾶλλον f.l. in D.H. Comp.4 (p.22 U.-R.): with words, esp. Preps., between πολύ and its Adj., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ, Th.1.35, Pl.R. 589e;πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων Id.Phd. 110c
;π. σὺν φρονήματι μείζονι X.An.3.1.22
, cf.3.2.30, Smp.1.4 (but the Prep. freq. comes first,ἐκ π. ἐλάττονος And.1.109
, etc.); so πολλῷ is freq. used with the [comp] Comp., by far, A.Pr. 337, Hdt. 1.134, etc.;π. μᾶλλον S.OT 1159
, Pl.Phd. 80e; οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον not a great deal weaker, Hdt.1.181, cf. 2.48,67, etc.: πολύ with all words implying comparison, πολὺ πρίν much sooner, Il.9.250;π. πρό 4.373
: with the comp. Verbφθάνω, ἦ κε πολὺ φθαίη 13.815
; so πολὺ προβέβηκας ἁπάντων, πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων, 6.125, 11.217;προὔλαβε πολλῷ Th.7.80
: with βούλομαι, = prefer,ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι νίκην Il.17.331
, cf. Od.17.404; πολύ γε in answers, after a [comp] Comp. or [comp] Sup., ἀργὸς.. γενήσεται μᾶλλον; Answ. , cf. 387e, etc.b with a [comp] Sup., πολὺ πρώτιστος, πολλὸν ἄριστος, far the first, etc., Il.2.702, 1.91, etc.;προθυμία π. τολμηροτάτη Th.1.74
, etc.;πολλόν τι μάλιστα Hdt.1.56
;π. δή, π. δὴ γυναῖκ' ἀρίσταν E.Alc. 442
(lyr.), cf. Ar.Av. 539, Archestr.Fr.34.9; alsoπολλῷ πλεῖστοι Hdt.5.92
.έ, 8.42;π. μεγίστους Id.4.82
.c with a Positive, to add force to the Adj.,ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag. 1295
; alsoἐς πόλλ' ἀθλία πέφυκ' ἐγώ E.Ph. 619
(troch.);πολὺ ἀφόρητος Luc.DMeretr. 9.3
; cf. πλεῖστος.IV with Preps.,1 διὰ πολλοῦ at a great interval of Space or Time, v. διά A.1.5, 11.2.4 ἐπὶ πολύ,a over a great space, far,οὐκ ἐπὶ πολλόν Hdt.2.32
; ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας, Th.1.50,4.3, etc.; to a great extent, Id.1.6,18,3.83; cf.ποιέω B.11.2
.b for a long time, long, Id.5.16;τῆς ἡμέρας ἐπὶ π. Id.7.38
, cf. 39.cὡς ἐπὶ π.
very generally,Id.
1.12 (v.l.), Archyt. ap. Stob.3.1.195;ὡς ἐπὶ τὸ π.
for the most part,Th.
2.13, Pl.Plt. 294e, etc.;μὴ καθ' ἓν ἕκαστον, ἀλλ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Isoc.4.154
;τό γ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Id.8.35
.6 περὶ πολλοῦ, v. supr. 1.3.7 πρὸ πολλοῦ far before,τῆς πόλεως D.H.9.35
; also of Time, οὐ πρὸ π. not long before, Id.5.62.8 σὺν πολλῷ in no small degree, only too much or too well, Hld.2.8,9.20, 10.9 (cf. CR41.53). -
13 δια
I.(1) через, сквозь(διὰ θώρηκος Hom.; διὰ τοῦ ὀρόφου Xen.; διὰ τοῦ ὕδατος Plat.)
δι΄ ὄμματος λείβων δάκρυον Soph. — проливая слезы из глаз;αἱ αἰσθήσεις αἱ διὰ τῶν ῥινῶν Plat. — обонятельные ощущения;τὰ διὰ στόματος ἡδέα Xen. — вкусовые наслаждения;διὰ τύχης τοιᾶσδ΄ ἰών Soph. — оказавшись в таком положении(2) через, по(διὰ πεδίοιο Hom.; διὰ θαλάσσας Pind. - ср. 8; ὅ Ἴστρος ῥέει δι΄ οἰκευμένης Her.)
θόρυβος διὰ τῶν τάξεων ἰών Xen. — шум, проносящийся по рядам;τὸ διὰ πασῶν (sc. χορδῶν) муз. Plat., Arst.; — октава (досл. через все струны)(3) через, на расстоянииδι΄ ἄλλων εἴκοσι σταδίων Her. — еще через двадцать стадиев;
διὰ πολλοῦ Thuc. — на большом расстоянии;δι΄ ἐγγυτάτου Thuc. — с ближайшего расстояния, перен. ближайшим образом, непосредственно;διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου Her. — через каждые тридцать рядов кирпичной кладки(4) через, по прошествииδιὰ χρόνου Plat., Xen.; — по истечении некоторого времени;
διὰ χρόνου πολλοῦ Her., διὰ πολλοῦ χρόνου Arph., διὰ μακρῶν χρόνων Plat. или διὰ μακροῦ Luc. — спустя долгое время;δι΄ ἐνιαυτοῦ или δι΄ ἔτους Xen. — ежегодно;διὰ τρίτης (sc. ἡμέρας) Arst. — по истечении трех дней(5) в течение, в продолжениеδι΄ (ὅλης) τῆς νυκτός Her., Xen.; — в течение (всей) ночи;
διὰ παντός Aesch. и διὰ τέλους Lys. (ср. 9) — навсегда:διὰ (παντὸς) βόυ Plat., Arst., Plut.; — в течение (всей) жизни;ἡμεῖς διὰ προγόνων Polyb. — мы и все наши предки(6) между, среди(διὰ μήλων κεῖσθαι Hom.)
διὰ πολλῶν τε καὴ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι Xen. — спасшись от множества опасностей(7) (пре)выше, сверх(τιμᾶν δι΄ ἀνθρώπων τινά Pind.)
εὐδοκιμέων διὰ πάντων Her. — прославившийся больше всех;διὰ πάντων τελεσιουργός Plut. — в высшей степени успешный(8) вдоль(διὰ τοῦ λόφου Xen.)
ἥ χηλέ διὰ τῆς θαλάσσης Thuc. — дамба, идущая вдоль морского берега (ср. 2)(9) вплоть доδιὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch. — все до конца;
ταὐτὰ ἀκηκοότες καὴ ἀκούοντες διὰ τέλους Xen. — слышавшие и до сих пор слышащие то же самое (ср. 5)(10) посредством, с помощьюδιὰ χειρῶν (χερῶν) или διὰ χειρός Soph., Arst., Plut.; — руками или в руках;
διὰ στόματος ἔχειν τινά Xen., Plut.; — постоянно говорить о ком-л.;διὰ μνημης ἔχειν Luc. — хранить в памяти, помнить;λέγοντες δι΄ ἀγγέλων Her. — уведомив через гонцов;δι΄ ἑρμηνέως Xen. — через переводчика;διὰ βασιλέων πεφυκώς Xen. — потомок царей;δι΄ ἑαυτοῦ Xen., Dem.; — собственными средствами, самостоятельно;τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης Arst. — произведения живописи, рисунки, картины;διὰ τριῶν τρόπων Arst. — тремя способами, трояко(11) ( при указании на материал) изδι΄ ἐλέφαντος καὴ χρυσοῦ Diod. — из слоновой кости и золота;
δι΄ ἀλφίτου καὴ σπονδῆς πεποιημέναι θυσίαι Plut. — жертвоприношения из ячменя и возлияний(12) из-за, ради(13) из-за, вследствие, по причине(πεσεῖν ἀλλοτρίας διὰ γυναικός Aesch.)
δι΄ ὧνπερ ὤλετο Soph. — (руки), от которых он погиб(14) в состоянии (часто перев. наречием или глагольным оборотом)διὰ μέθης Plat. — в состоянии опьянения;
δι΄ ὀργῆς Soph. — в гневе:δι΄ ἡσυχίης Her. — в покое;δι΄ ἀκριβείας Plat., Arst.; — старательно, тщательно;διὰ παντὸς πολέμου ἰέναι τινί Xen. — объявить кому-л. беспощадную пойну;διὰ μάχης ἐλθεῖν τινι Eur. — вступить в бой с кем-л.;διὰ λόγων τινὴ ξυγγίγνεσθαι Plat. — вступать в беседу с кем-л.;διὰ γλώσσης ἰέναι Eur. — говорить, рассказывать;διὰ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. — не придавать никакого значения чему-л., ни во что не ставить;δι΄ αἰτάς ἔχειν τινά Thuc. — обвинять кого-л.;δι΄ αἰδοῦς ὄμμα ἔχειν Eur. — стыдливо потупить взгляд;διὰ τάχους Soph. и διὰ ταχέων Xen., Arst.; — поспешно;διὰ βραχέων Isocr. — кратко, сжато;διὰ μακρῶν Plat. — пространно;διὰ μιᾶς γνώμης Isocr. — единодушно;διὰ δικαιοσύνης ἰέναι Plat. — блюсти справедливость;δι΄ οἴκτου λαβεῖν τι Eur. — сжалиться над чем-л.(1) через, сквозь(2) через, по(ἐπὴ χθόνα καὴ διὰ πόντον Pind.; διὰ κῦμα ἅλιον Aesch. и διὰ πόντιον κῦμα Eur.)
(3) через, поперек(διὰ τάφρον ἐλαύνειν Hom.)
(4) вдоль(ἐν σπηεσσι δι΄ ἄκριας Hom.)
(5) в течение, в продолжение(διὰ νύκτα Hom.)
(6) через, посредством, при помощи(νικῆσαι δι΄ Ἀθηνην Hom.; σώζεσθαι διά τινα Xen.; διά τινα βελτίονα γενέσθαι Plat.)
(7) вследствие, по причине, из-за(Ἀθηναίης διὰ βουλάς Hom.)
δι΄ ἀφραδίας Hom. — по неразумию;δι΄ ἔνδειαν Xen. — из нужды;διὰ τί ; Plat. — почему?, отчего?;διὰ πολλά Xen. — в силу многих обстоятельств;διὰ τύχην καὴ διὰ τὸ αὐτόματον Arst. — случайно и самопроизвольно;τὸ διὰ τί (= τὸ αἴτιον) Arst. — действующая причина;δι΄ ἐπιορκίαν Arst. — из боязни нарушить клятву;εἰ μέ διὰ τἠν ἐκείνου μέλλησιν Thuc. — если бы не его медлительность;εἰ μέ διὰ τὸν πρύτανιν Plat. — если бы не вмешался притан;εἰ μέ διὰ τούτους Dem. — если бы они не помешалиII.δῖα, δίαf к δῖος См. διος -
14 διά
διά, poet. [full] διαί ([dialect] Aeol. [full] ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses [pron. full] ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A. uses [full] διαί in lyr., Ag. 448, al.]A WITH GEN.I of Place or Space:1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons,διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε.. ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος.. Il. 3.357
; ;δι' ὤμου.. ἔγχος ἦλθεν 4.481
; in Prose,τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26
; διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755;δι' ὄμματος.. λείβων δάκρυον S.OC 1250
, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν: throughout,Th.
1.14; idly,Id.
4.126, etc. (cf.111.1.c).2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer,ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754
;δι' ὄρεσφι 10.185
, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθε through all his frame, 11.398;τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;δι' ὁμίλου Il.6.226
, etc.;θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16
, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority,ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας
in the course of..,Ath.
10.438b.3 in the midst of, Il.9.468;κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298
; between,δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61
: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104
;τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37
;εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63
, cf. 1.25, etc.4 in Prose, sts. of extension, along,παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39
(but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48);λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22
.5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94;δ. πλείστου Id.2.97
;δι' ἐλάσσονος Id.3.51
;ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.
Aër.9, etc.II of Time,1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13;δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70
;δι' αἰῶνος S.El. 1024
;δι' ἡμέρας ὅλης Ar. Pax 27
;δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4
, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97;δ. νυκτός Th.2.4
, X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.);δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R. 343b
; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V. 1058;δ. βίου Pl.Smp. 183e
, etc.;δ. τέλους
from beginning to end,A.
Pr. 275, Pl.R. 519c, etc.: with Adjs. alone,δ. παντός
continually,A.
Ch. 862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77;δ. μακροῦ E.Hec. 320
;ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27
.2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl. 1045;δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph. 758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone,δι' ὀλίγου Th.5.14
;οὐ δ. μακροῦ Id.6.15
,91;δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2
, etc.: with Numerals,δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118
, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph. 285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr. 1248
.3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl. 584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).III causal, through, by,a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of.., Id.1.69,6.4, cf. 1.113;δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17
, etc.;τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22
;δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb. 58b
; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing, A.Ag. 448 (lyr.);ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24
; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands),δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC 470
; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13);δ. στέρνων ἔχειν S.Ant. 639
;ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT 1387
;δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25
;δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9
;αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6
; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt. 272b;δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27
;δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9
, POxy. 1070.15 (iii A. D.).c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.),δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp. 176e
; παίω δι' ὀργῆς through passion, in passion, S.OT 807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj. 822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba. 212; δι' αἰδοῦς with reverence, respectfully, ib. 441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel. 309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti. 23d, Lg. 876c;δ. σιγῆς Id.Grg. 450c
;δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10
;οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121
;δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17
: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg. 449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, ; ;βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e
;οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46
.IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest, Hdt.2.91;δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206
; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec. 888;δ. φόβου εἶναι Th.6.59
;δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2
; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.;δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138
.b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9;ἐλθεῖν Th.4.92
; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with.., S.Ant. 742, cf. Th.6.60;δ. τύχης ἰέναι S.OT 773
;δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC 905
; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med. 872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr. 916, Supp. 112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing, Id.Andr. 416;δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt. 323a
, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by.., A.Pr. 121 (anap.).c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32;δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37
, etc.;δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8
; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec. 851, IT 683;δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6
; .B WITH Acc.I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:1 through,ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε.. χαλκός Il.7.247
;ἤϊξε δ. δρυμὰ.. καὶ ὕλην 11.118
, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62;δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600
;ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41
;φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14
(anap.).2 through, among, in,οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400
;ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375
(but μῦθον, ὃν.. δ. στόμα.. ἄγοιτο through his mouth, 14.91; soδ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65
;ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys. 855
);δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th. 631
; (lyr.).II of Time, also Poet.,δ. νύκτα Il.2.57
, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.III causal:1 of persons, thanks to, by aid of,νικῆσαι δ... Ἀθήνην Od.8.520
, cf. 13.121;δ. δμῳὰς.. εἷλον 19.154
; δ. σε by thy fault or service, S.OC 1129, Ar.Pl. 145, cf. 160, 170: in Prose, by reason of, on account of,δ' ἡμᾶς Th.1.41
, cf. X.An.7.6.33, D.18.249;οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144
; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for..,εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60
;Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg. 516e
, cf. D.19.74;εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18
, cf. Ar.V. 558;πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21
.2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41;Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82
; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523;δι' ἀτασθαλίας 23.67
; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt. 360b
, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on which account; δ. πολλά for many reasons, etc.3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up, Pl.R. 524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R. 367b, etc.C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I);δ. δ' ἀμπερές Il.11.377
.D IN COMPOS.:I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance, διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.) -
15 μῆκος
μῆκος, τό, dor. μᾶκος, die Länge; ῥόπαλον – τόσσον ἔην μῆκος, so groß an Länge, so lang, Od. 9, 324; μῆκός γε γενέσϑην ἐννεόργυιοι, 11, 312; schlanker Wuchs, 20, 71; πάχει μάκει τε verbindet Pind. P. 4, 254; von der Zeit oft, Aesch. auch τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eum. 192; ἐν μήκει χρόνου, Soph. Trach. 69 (vgl. ἐν μήκει λόγων διελϑεῖν, Thuc. 4, 62); adverbial, εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 422; überh. Größe, von der Freude, 389; μακρὸν μῆκος χρόνου, Eur. Or. 72. – Her. 4, 42 u. sonst; πλοῦ, Thuc. 6, 34; Plat. Theaet. 148 b; χρόνου, Legg. III, 676 a; λόγου, I, 645 c; neben βάϑος u. πλάτος, Soph. 235 d; auch im plur., Folgde überall.
-
16 διατριβή
διατρῐβή, ἡ,A wearing away, esp. of Time, way or manner of spending,χρόνου τε διατριβὰς.. ἐφηῦρε.. πεσσοὺς κύβους τε
pastimes,S.
Fr.479.2: hence, abs.,1 pastime, amusement, Ar.Pl. 923, Alex. 219.4, etc.;ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71
;γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινί Aeschin.1.175
, cf. Plu.Tim.11;τοῦ συμποσίου δ. Alex.185
;παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ.
materiem jocandi,Plu.
Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4.2 serious occupation, study, etc.,τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c
;διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11
, cf. Is.11.37;πρός τι Aeschin.2.38
; ;ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a
.b discourse,τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap. 37d
, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.;αἱ πολιτικαὶ δ. D.H.10.15
.c short ethical treatise or lecture,δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5
, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc.d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5;Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579
;Ἐπικούρου δ. Numen.
ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school,ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr. 217
, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b.3 way of life, passing of time,δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu. 1055
;δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32
; ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. stay there, Pl.Ep. 337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν δ., ἐν τῇ γῇ, Arist. HA 487a20, Resp. 474b26;διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατ ρίβειν Aeschin. 1.147
.II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph. 751, etc.;δ. ποιεῖσθαι Isoc.4.164
: pl.,δ. καὶ μελλήσεις Th.5.82
; χρόνου δ. ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.;ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20
; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4.V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατριβή
-
17 λοιπός
A remaining over, not in Hom., freq.from Pi. and Hdt. downwards;λ. βίοτος Pi.O.1.97
; λ.εὐχαί ib.4.15; λ.γένος ib.2.15; also λοιποί descendants, Id.I.4(3).39: in Prose the Art. is commonly added, and ὁ λ. either agrees with the Noun or takes a dependent genitive,αἱ λ. τῶν νεῶν Th.7.72
; τὴν λοιπὴν (sc. ὁδὸν)πορευσόμεθα X.An.3.4.46
; τὸ λ. τῆς ἡμέρας ib.16, etc.2 λοιπόν [ἐστι] c. inf., it remains to show, etc., ἀποδεικνύναι, διελέσθαι, etc., Id.Smp.4.1, Pl.R. 466d, etc.: also c. Art., τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστι σκέψασθαι, πότερον what remains for us is to.., ib. 444e; διανομὴ τοίνυν τὸ λ. σοι ib. 535a: without inf., ὃ δὲ λ. quod superest, A.Ag. 1571 (lyr.);ὅ τι λ. πόνων Id.Pr. 684
;τὸ εὐπρεπείας πέρι.. λοιπόν Pl.Phdr. 274b
.3 freq. of Time, ὁ λ. χρόνος the future, Pi.N.7.67;πρὸς τὸν λοιπὸν τοῦ χρόνου D.15.16
; τὸν λ. χρόνον for the future, S.Ph.84;τοῦ λ. χρόνου Id.El. 817
;εἰς τὸν λ. χρόνον Pl.Ep. 358b
;ἐκ τοῦ λ. χρόνου D.59.46
: so without Subst. in neut., τὸ λ. henceforward, hereafter, Pi.P.5.118, A.Eu. 1031, S.OT 795, etc.;τὸ λ. εἰς ἅπαντα.. χρόνον A.Eu. 763
;τὰ λ. Id.Th.66
, S.El. 1226, Th.8.21;ἐς τὸ λ. A.Pers. 526
, Eu. 708, cf. Inscr.Prien.64 (ii B. C.); alsoτοῦ λ. Hdt.1.189
, Ar. Pax 1084;ἐκ τοῦ λ. X. HG3.4.9
;ἐκ τῶν λ. Pl.Lg. 709e
, Ep. 316d; καθεύδετε τὸ λ. sleep now.., Ev.Matt.26.45, Ev.Marc.14.41; ἑσπέρα δὲ ἦν λ. καὶ .. it was now evening, Jul.Or.1.24c.4 τὸ λ. and τὰ λ. the rest, A.Pr. 476, 697, 699. etc.; καὶ τὰ λ., = 'etc.', Aristeas 190, Plu.2.1084c, etc.; also λοιπόν without the Art., as Adv., for the rest, further, and so freq., = ἤδη, already,λ. δή Pl.Prt. 321c
;αἰσχρὸν δὴ τὸ λ. γίγνεται Id.Grg. 458d
. -
18 μακρός
A long, whether of Space or Time,I of Space,1 in length, long,δόρυ Il.7.140
; νέες, νῆες μ. ships of war, Hdt.7.21, Th.1.41, etc. (collect. in sg., A.Pers. 380);πλοῖα μ. Hdt. 5.30
, Th.1.14; ἐπὶ τὰ -ότερα measured by the longer sides, i. e. length-wise, Hdt.1.50; τὰ μ. τείχη the long walls of Athens, Th.8.71, etc.;ἐν τῷ μακρῷ σκέλει τῷ πὸτ τῷ Ποτειδανίῳ SIG247 iii 11
(Delph., iv B. C.); ἡ μακρά (sc. γραμμή), line traced by δικασταί to indicate the heavier penalty, Ar.V. 106; ὁ μ. δρόμος the long-distance torch-race, SIG 1068.9 (Patmos, iii/ii B. C.), al., OGI339.83 (Sestos, ii B. C.).2 in height, tall, high, μ. Ὄλυμπος, οὔρεα, δένδρεα, κίων, Il.15.193, 13.18,9.541, Od.1.127, etc.; of a man, , cf. 18.195;μ. πύκτης PLond.3.1158.6
(iii A. D.).3 in distance, long, far, remote,κέλευθος Il.15.358
; ;ναυτιλίαι Hdt.1.1
; ; μ. ἐπιβοήθειαι long marches to aid, X.Cyr.5.4.47; remote, ; τὰ μακρότατα the remotest parts, Hdt.2.32: freq. in neut. sg. and pl. as Adv., μακρὰ βιβάς, βιβάσθων, with long strides, Il.7.213, 13.809; μακρὰ ῥίψαις, δισκήσαις, Pi.P.1.45, I.2.35; -ότερον σφενδονᾶν X.An.3.4.16
; μακρὸν ἀῧσαι, βοᾶν, to shout so as to be heard afar, i. e. loudly, Il.3.81, 2.224;μακρὰ μεμυκώς 18.580
;μακρὸν ἠχεῖν Pl.Prt. 329a
;κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Ar.Eq. 433
(v. κλαίω and infr. v); later by analogy,μακρὰ χαίρειν φράσας τῷ ναυπηγῷ Luc.Nav.2
, cf. Apol.3, al., D.C.46.3; cf. μακράν.4 generally, large in size or degree, great,ἤπειρος A.Eu.75
;ὄλβος Pi.P.2.26
; ; , cf. 1297b4 ([comp] Sup.); οὐσία ib. 1290b16, 1321a11;μακροτέρα ἀρετά Pi.I.4(3).13
;ἐλπίσαντες μακρότερα μὲν τῆς δυνάμεως, ἐλάσσω δὲ τῆς βουλήσεως Th.3.39
; μ. τραπεζῖται, perh. big bankers, Cat.Cod. Astr.7.222.5 dat. μακρῷ, to strengthen [comp] Comp. and [comp] Sup., by far,μ. πρῶτος Hdt.1.34
;ἄριστος μ. Id.9.71
;ἀσθενεστέρα μ. A.Pr. 514
, cf. Pl.Phlb. 66e;μ. μάλιστα Hdt.1.171
, cf. A.Eu.30, etc.;κάκιστα δὴ μ. S.Ant. 895
: also with Verbs implying comparison,ἀριστεύει μ. A.Pr. 890
(lyr.), cf. D.H.1.2.II of Time, long (Hom. only in Od.), ἤματα, νύξ, 10.470, 11.373; αἰών v. l. in Pi.N.3.75;μ. χρόνος Hdt.1.32
, etc.; οὐ μ. χρόνου for no long time, S.Ant. 1078, etc.;διὰ μ. χρόνου A.Pers. 741
(troch.);ἐν χρόνῳ μ. S.OC88
, etc.;δι' αἰῶνος μ. A.Supp. 582
(lyr.);τὸν μ. βίον Id.Pr. 449
;τοῦ μ. βίου S.Aj. 473
; μηνὶ -ότερος by a month, Hdt.1.32; μακρῷ (cf. 1.5)πρότερον Gal.8.958
; μ. ἐέλδωρ a long-cherished wish, Od.23.54; μ. γόοι, ὀδύρματα, S.El. 375, E.Hec. 297.2 long, tedious, Pi.N.4.33, etc.; , Th. 3.60, etc.; μακρὰν ἔοικε λέξειν (sc. ῥῆσιν) Ar.Th. 382;οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν μακρόν Philem.97.7
; μακρόν [ἐστι] c. inf., Lat. longum est, Pi.I.6(5).56;μ. ἂν εἴη γράφειν X.Ages.7.1
. Adv. -ρῶς, λέγεσθαι Antiph. 268
: [comp] Comp. - ότερον, ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen. 48.4 (iii B. C.), cf. Philippid.21.3 Gramm., long in quantity, , D.H.Comp.15; μακρά (sc. συλλαβή), ἡ, A.D.Pron.92.12;ἡ φύσει μ. Id.Adv.179.16
: [comp] Comp.,φωνήεντι μακροτέρῳ Arist.Po. 1458a1
; also μακρά (sc. προσῳδία), ἡ, mark of long quantity, S.E.M.1.113, D.T.Supp.674.7; . 6.III neut. with Preps. in adverb. sense, διὰ μακροῦ (sc. χρόνου ) after a long time, long delayed, E.Hec. 320, Ph. 1069; οὐ διὰ μακροῦ not long after, Th.6.15,91, Pl.Alc.2.151b (also of place,οὐ διὰ μ. τῆς Ῥώμης D.H.9.56
);διὰ μακρῶν E.Fr.420.1
;διὰ μακρᾶς Phalar.Ep. 69.1
; but διὰ μακρῶν at great length, Pl.Grg. 449b, etc.;διὰ μακροτέρων Isoc.4.106
; μικρῷ διὰ μ. at somewhat greater length, Arist. Pol. 1279b11.2 ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται for no long time, Pi. P.3.105; ἐς τὰ μακρότατα to the utmost, Th.6.31; v. μακράν 11.3 ἐπὶ μακρόν far, a long way,πορεύεσθαι X.Cyr.5.4.47
; of Time, Call. Del. 255;ὅσον ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξικέσθαι ἀκοῇ Hdt. 4.16
, cf. 2.34 ( ἐπὶ omitted 1.171 codd.);τοσόνδε ἐπὶ μ. ἐπυθόμην Id.2.29
; ἐπὶ μακρότερον yet more, Th.4.41.IV regul. [comp] Comp. and [comp] Sup., v. supr.: irreg. [comp] Comp. μάσσων, [comp] Sup. μήκιστος, v. sub vocc.V Adv. - ρῶς at great length, opp. συντόμως, Arist.Rh. 1416b4; slowly, Plb.3.51.2; μ. ἔχειν τοῖν σκέλοιν have long legs, Philostr.Gym.31; of pronunciation, D.H.Comp.15;μ. ἐκφέρειν συλλαβήν Str.13.1.68
: but the Adv. is usu. expressed by neut. μακρόν or μακρά, cf. supr. 1.3; μακρὰ κλάειν to howl loudly, Ar.Th. 211;οἰμώξει μ. Id.Av. 1207
, Pl. 111;ὀτοτύζεσθαι μ. Id.Lys. 520
; τί μακρὰ δεῖ λέγειν; Antiph.33.5; also by μακράν (v. sub voc.); or by neut. with a Prep., v. supr. 111: for [comp] Comp. and [comp] Sup. of the Adv., v. μακροτέρως, μακροτάτω: neut. pl. - ότερα as Adv., Pl.Phdr. 250c, al.— Fem. μακρά not to be confused with μάκρα (q. v.). (Cf. Avest. mas-'long', Lat. ma?μακρόςXcer.) -
19 μῆκος
A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324;φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20
, cf. Hdt.1.181, etc.;ἐς μῆκος Id.2.155
;εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6
;ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph. 235d
, cf. Gorg.3, Arist.Ph. 209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise,ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA 504a15
, al.;κατὰ μῆκος Id.Mete. 387a2
;μ. ὁδοῦ A.Fr. 378
, Hdt.1.72, etc.;πλοῦ Th.6.34
; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl.,μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt. 284e
, cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt. 356d.b height, of a wall, Ar.Av. 1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312;εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6
.c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht. 147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg. 817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.2 of Time,μ. χρόνου A.Pr. 1020
;ἐν μ. χρόνου S.Tr.69
; ; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu. 201, S.OC 1139;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62
; μῆκος at length,εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant. 446
.3 of Size or Degree, greatness, magnitude,ὄλβου Emp. 119
; μῆκος in greatness,ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant. 393
.6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, [comp] Sup. of μακρός.) -
20 στιγμή
στιγ-μή, ἡ,2 mathematical point, Arist.Top. 108b26, EN 1174b12, de An. 427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11.3 metaph. of anything very small, jot, tittle,εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115
, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5;σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a
, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν ς. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss.
См. также в других словарях:
χρονοῦ — χρονόω make temporal pres imperat mp 2nd sg χρονόω make temporal imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνου — χρόνος time masc gen sg χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek