-
1 χρόν'
χρόνε, χρόνοςtime: masc voc sg -
2 χρονίζω
I intr., spend time,περὶ Αἴγυπτον Hdt.3.61
.2 last, continue,τὸ μὲν καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον A.Ag. 847
;ἐν τῇ ὑστέρᾳ Arist.HA 523a23
; χρονίζωσι ib. 537a7;οὐ χ. τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί Epicur.Sent.4
, cf. Diog. Oen.58.4 take time, tarry, linger, A.Ag. 1356, Ch.64 (lyr.), Th.6.49, 8.16; κεχρονικότες, opp. ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες, Arist.Rh. 1380b5;κεχρονικὼς ἐν Ῥώμῃ Plb.33.16.6
;χρονίσαι κατὰ τὸ βαλανεῖον Gal.6.417
;ἡ ναῦς καὶ τὸν χρόνον τοῦτον ὃν ἐπιστέλλω σοι χρονίζει Hp.Ep.14
: c. inf., delay to do,χ. καταβῆναι LXXEx.32.1
(also χ. τοῦ ποιῆσαί τι ib. Ge.34.19), Ev.Luc.12.45.5 of ailments, to be or become chronic, Hp.Aph.3.28.6 of wine, to be or become old, to have age, Ath. 1.33a.II [voice] Pass., to be prolonged or delayed,τῶνδε πίστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται A.Th.54
, cf. Ch. 957(lyr.);πολέμου χρονισθέντος And.3.27
; [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην.. φιλίαν γενέσθαι Arist.EN 1167a11
;χ. ἐν τῷ σώματι
continue,Id.
Pr. 907b22;τὰ κεχρονισμένα νοσήματα Gal.18(2).31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονίζω
-
3 χρονικός
A of or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χ. ποίησις creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. - κῶς ib. 145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404.II chronological,κανόνες Plu.Sol.27
: τὰ χ. (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8;χ. σύνταξις D.S.13.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονικός
-
4 χρονιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιόομαι
-
5 χρόνιος
A after a long time, late,ἐλθὼν χρόνιος Od.17.112
;χρονία μὲν ἥκεις Cratin.222
, cf. Ar.Th. 912;χ. φανείς S.Ph. 1446
(anap.); χρόνιος (v.l. χρόνιον)εἰσιδὼν φίλον E.Or. 475
;τροπαίᾳ χρονίᾳ A.Th. 706
(lyr.);χρόνιοι ξυνιόντες Th.1.141
. Adv.- ίως
after a long time,Sammelb.
4314.2 (iii B.C.).2 for a long time, a long while, χρόνιόν τινα ἐκβεβληκότες, ἤλαυνε, S.Ph. 600, OC 441;μή.. χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Id.Ph. 1449
(anap.); χρόνιος ὤν, ἀπών, E.Or. 485, IA 1099;χρόνιός εἴμ' ἀπ' ἀνθρώπων βορᾶς Id.Cyc. 249
.3 long-continued,ἀρετὰ χρονία τελέθει Pi.P.3.115
; (lyr.); χρόνια λέκτρ' ἔχων having been long married, E.Ph.14;χ. ἐτῶν ἐνιαυτοί Ar.Ra. 347
(lyr.); στόλος.. χ. ἐσόμενος, χρόνιος στρατεία, Th.6.31;δεσμὰ χ. Pl.Lg. 855b
; of plants, perennial, opp. ἐπέτειος, Thphr.HP1.1.9.4 of ailments, chronic,νοσήματα Hp.Aph.2.39
, Coac. 203; [ πόνοι] Epicur.Fr. 447;νόσοι D.H. 1.37
, Gal.6.356;ἰσχιάς Dsc.1.10
; [ βῆχες] Paul.Aeg.3.28 ([comp] Comp.). Adv.- ίως Philum.
ap. Orib.8.45 tit.: [comp] Comp. .5 Astrol., χ. ζῴδια, f.l. for Κρονικά, Cat.Cod.Astr.1.133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρόνιος
-
6 χρονιότης
A long duration, Thphr.HP9.14.2, Sor.2.28, Theol.Ar.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιότης
-
7 χρονίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονίσκος
-
8 χρονισμός
χρον-ισμός, ὁ,II delaying, coming late, D.H.6.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονισμός
-
9 χρονιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιστέον
-
10 χρονιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιστός
-
11 ψυχρόν
ψῡχρόν, ψυχρόςcold: masc acc sgψῡχρόν, ψυχρόςcold: neut nom /voc /acc sg -
12 χρόνια
τα (πλ. от χρόνος) года, годы, лета;τα πολλά χρόνια — многие, долгие годы;
παιδικά χρόν. — детские годы;
τα χρόνια είκοσι — двадцатые годы;
πόσω[ν] χρόνώ[ν] είσαι; — сколько тебе лет?;
είμαι είκοσι χρόνώ[ν] — мне двадцать лет;
από τα μικρά χρόνια — с юных лет;
όλα ( — или σ'ύλα) τα χρόνια — во все времени;
στα χρόνια μου — в мой годы;
τρία χρόνια πρίν — три года тому назад;
§ χρόνια πολλά — долгих лет жизни;
χρόνια έχω να... — давно не...;
από χρόνια — давно;
τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια — посл, благоразумие приводит с годами;
εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει посл, горбатого могила исправит -
13 χρόνος
ο1) время;χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;
πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;
από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;
2) год;διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;
τον ιδιο χρόνο — в том же году;
μέσα στο χρόνο — в течение года;
ένα χρόνο περίπου — около года;
ένα χρόνο πρίν... — за год до...;
μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;
μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;
δυό φορές το χρόνος — два раза в год;
3) πλ. эпоха, период, времена;αρχαίοι χρόνοι — древние времена;
νέοι χρόνοι — новые времена;
4) муз. такт;κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;
5) грам, время;χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;
6) долгота (слога);πρώτος χρόνος — краткий слог;
§ тоб χρόνου — в будущем году;
καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;
από χρόνου — с будущего года;
προ χρόνων — очень давно, много лет назад;
χρόνο με το χρόνο — из года в год;
απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;
καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;
κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;
ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;
μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;
καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;
συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени
-
14 πόσος
πόσος, η, ον (Aeschyl.+) a correlative pron. in dir. and indir. questions.① pert. to degree or magnitude: as interrogative or exclamation, how great(?) in the sing. Ac 22:28 D (indir.); 1 Cl 56:16 (indir.). πός. χρόνος ἐστίν; how long is it? Mk 9:21 (on πός. χρόν. cp. Soph., Oed. R. 558; Pla., Rep. 7, 546a; ApcMos 31; Just., D. 32, 4). In an exclamation (Appian, Mithrid. 58 §237 πόσην ὠμότητα, πόσην ἀσέβειαν—B-D-F §304; Rob. 741) πόσην κατειργάσατο ὑμῖν σπουδήν how much zeal it has called forth in you! 2 Cor 7:11; postpositive use τὸ σκότος πόσον; how great must the darkness be? Mt 6:23. πόσῳ; to what degree? how much? πόσῳ διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; Mt 12:12. W. a comp. foll. (Polyaenus 3, 9, 25 πόσῳ φοβερώτεροι;) πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας; how much greater a punishment do you think one will deserve? Hb 10:29. πόσῳ μᾶλλον; how much more? (PFlor 170, 8 [III A.D.] εἰ … πόσῳ μᾶλλον=if … how much more; Syntipas 19, 15; Jos., Bell. 2, 365; Diod S 1, 2, 2) Mt 7:11; 10:25; Lk 11:13; 12:24, 28; J 13:14 v.l.; Ro 11:12, 24; Phlm 16; Hb 9:14; B 19:8; D 4:8; IEph 5:1f; 16:2; AcPl Cor 2:31. πόσῳ μᾶλλον οὐ; how much less? (Ps.-Clem., Hom. 10, 20) 2 Cl 17:1.—JBonsirven, Exégèse rabbinique et exégèse paulinienne ’39; HMüller, Der rabbinische Qal-Wachomer-Schluss in paul. Typologie ( Ro 5), ZNW 58, ’67, 73–92.② pert. to quantity: as interrogative, how many, how much(?)ⓐ w. a noun in the pl. (Aeschin. 2, 95; X., Mem. 1, 2, 35; 2 Km 19:35; ApcSed 8:7ff; Just., A I, 21, 2) πόσους ἄρτους ἔχετε; how many loaves do you have? Mt 15:34; Mk 6:38; 8:5. Cp. Mt 16:9, 10; Mk 8:19, 20; Lk 15:17 (exclam. like Ps 118:84); Ac 21:20 (Jos., Ant. 7, 318 πόσαι μυριάδες εἰσὶ τοῦ λαοῦ); 2 Cl 1:3.ⓑ without a nounα. in the pl. πόσοι; how many? (TestBenj 3:4; Ps.-Clem., Hom. 9, 18; 10, 23) Hs 8, 6, 1.—πόσα; how many things? (TestJos 10:1; Ps.-Clem., Hom. 9, 18; Just., D. 85, 5) Mt 27:13; Mk 15:4.β. in the sing. πόσον; how much? (TestNapht 2:2 οἶδεν ὁ κεραμεὺς τὸ σκεῦος πόσον χωρεῖ; BGU 893, 26 ἐπύθετο, πόσον ἔχει) πόσον ὀφείλεις; Lk 16:5, 7.—DELG s.v. πο-. M-M.
См. также в других словарях:
χρόν' — χρόνε , χρόνος time masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφότου — (χρον. σύνδ.) από τη στιγμή που συνέβη κάτι, από τότε που... [ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ ότου < από + ότου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας όστις) πρβλ. έως ότου)] … Dictionary of Greek
κάποτε — χρον. επίρρ. 1. κάποια φορά, μια φορά κι έναν καιρό: Κάποτε γνωριστήκαμε μ αυτόν. 2. καμιά φορά, σε μερικές περιστάσεις: Κάποτε κάποτε πάω και τον βλέπω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… … Dictionary of Greek
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
άχρι — ἄχρι και ἄχρις (AM) Ι. επίρρ. 1. χρον. ώσπου 2. τοπ. μέχρι, ως («ἄχρι εἰς Κοτύωρα») II. πρόθ. 1. μέχρι, ως («ἄχρι τῆς εἰσόδου» ως την είσοδο) 2. φρ. «ἄχρι παντός» συνεχώς III. (σύνδ.) 1. χρον. μέχρις ότου 2. τοπ. ως, μέχρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άχρι… … Dictionary of Greek
έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… … Dictionary of Greek