-
1 τριμερης
-
2 τριμερής
τριμερήςtripartite: masc /fem nom sg -
3 τριμερής
ης, ες трёхсторонний;τριμερές σύμφωνο — трёхстороннее соглашение
-
4 τριμερής
[тримэрис] επ состоящий из трёх частей. -
5 τριμερής
τρῐμερ-ής, ές,A tripartite, threefold, , cf. Top. 133a31;ποταμός Agatharch.95
; of a country, Str.11.2.18;ὧραι D.S.1.11
;στάσις J.BJ5.1.1
;φιλοσοφία Plu.2.874e
;δρᾶμα Gal.
in Abh.Berl.Akad.1925(1).38; νόμος τ. a piece of music in the three modes (Dorian, Phrygian, Lydian), Plu. 2.1134b (nisi leg. τριμελής). Adv. τριμερῶς Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριμερής
-
6 τριμερής
τρι-μερής, ές, dreiteilig, dreifach -
7 τριμερές
τριμερήςtripartite: masc /fem voc sgτριμερήςtripartite: neut nom /voc /acc sg -
8 τριμερέσιν
τριμερήςtripartite: masc /fem /neut dat pl -
9 τριμερή
τριμερήςtripartite: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριμερήςtripartite: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριμερήςtripartite: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
10 τριμερῆ
τριμερήςtripartite: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριμερήςtripartite: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριμερήςtripartite: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
11 τριμερεί
τριμερήςtripartite: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριμερήςtripartite: masc /fem /neut dat sg -
12 τριμερεῖ
τριμερήςtripartite: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριμερήςtripartite: masc /fem /neut dat sg -
13 τριμερείς
τριμερήςtripartite: masc /fem acc plτριμερήςtripartite: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
14 τριμερεῖς
τριμερήςtripartite: masc /fem acc plτριμερήςtripartite: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
15 τριμερούς
-
16 τριμεροῦς
-
17 τριμερώς
-
18 τριμερῶς
-
19 Πύλος
Πῠλος city of Messenia (P. 6.35) founded by Neleus. ἐπεὶ ἀντίον τῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν; O. 9.31 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν, ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον: i. e. Periklymenos and Euphamos: Νηλέως γὰρ ὁ Περικλύμενος, ὁ δὲ Νηλεὺς Ποσειδῶνος υἱός Σ.) P. 4.174 μαντήιον· τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων: ἀπὸ τῆς Πύλου τὴν Μεσσήνην σημαίνει. τριμερὴς δὲ ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν διαίρεσις· οἱ μὲν γὰρ Ἀριστοδήμου παῖδες ἔσχον τὴν Λακωνικήν, ὁ δὲ Τήμενος τὸ Ἄργος, ὁ δὲ Κρεσφόντης τὴν Μεσσήνην Σ.) P. 5.70 -
20 τριμελής
τρῐμελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριμελής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τριμερής — tripartite masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ. β. «νόμος τριμερής» μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν… … Dictionary of Greek
τριμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αποτελείται από τρία μέρη: Τριμερής διάσκεψη. 2. αυτός που συνάπτεται από τρία μέρη: Τριμερής ειρήνη. 3. (για λουλούδια), που όλα τα σπονδυλώματά του αποτελούνται από τρία μόρια (π.χ. τρία σέπαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριμερῆ — τριμερής tripartite neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριμερής tripartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριμερής tripartite masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερεῖ — τριμερής tripartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριμερής tripartite masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερεῖς — τριμερής tripartite masc/fem acc pl τριμερής tripartite masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερές — τριμερής tripartite masc/fem voc sg τριμερής tripartite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμεροῦς — τριμερής tripartite masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερέσιν — τριμερής tripartite masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερῶς — τριμερής tripartite adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόικα — η, Ν 1. ρωσική άμαξα ή έλκηθρο που σύρεται από τρία άλογα 2. μτφ. πολιτική τριανδρία, τριμερής διοίκηση ή τριμερής αντιπροσωπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. troĭka < troe «τρεις»] … Dictionary of Greek