-
1 κακό
[ν] τό1) зло;θέλω το κακό — желать зла (кому-л.);
κάνω κακό — причинять зло;
χρησιμοποιώ γιά το κακό — употреблять во зло;
2) убыток, ущерб, вред;κακό δεν κάνει — вреда не будет;
3) беда, несчастье;μας βρήκε μεγάλο κακό — нас постигла большая беда;
έγινε μεγάλο κακ — приключилась большая беда, случилось большое несчастье;
4) злоба, злость; досада;σκάζω από το κακό μου — лопаться от злости;
απ' το κακό μου — с досады;
με το κακό — со злостью, враждебно; — строго; — грубо;
του μίλησα με το κακό — я строго с ним поговорил;
όχι με το κακ, αλλά με το καλό — по-хорошему, добром, а не враждебно (поговорить, обойтись);
5):καί κακό — очень много;
κόσμος και κακό — очень много народу;
σταφύλια και κακό — очень много винограда;
§ η ρίζα τού κακού — корень зла;
βάζω κακό στο ( — или με τό) νού μου — подозревать недоброе, иметь плохое предчувствие;
τόχω ( — или τώχω) σε κακό — это не к добру;
του κάκου — или του κακού — напрасно, тщетно;
σε βρήκε ( — или σοΰρθε) ένα κακό περίμενε κι' άλλο — погов, пришла беда — отворяй ворота
-
2 κακό-
первая часть сложных слов, означ. плохо, дурно -
3 κακό
[како] ουσ ο зло. -
4 κακό
cocoaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κακό
-
5 κακο ῦργος
κακο ῦργος (zsgzgn aus κακο-εργός), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; ἀνήρ Soph. Ai. 1002; μάντις O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der κάκωσις γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος λόγος Lpt. 125 (vgl. κακουργέω); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιϑυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
-
6 κακό-πτερος
κακό-πτερος, schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.
-
7 κακό-πατρις
κακό-πατρις, ιδος, aus schlechtem, unglücklichem Vaterlande, od. von unedlem, niedrigem Vater stammend; Theogn. 193; Alc. bei Arist. pol. 3, 14 nennt den Pittakos κακοπάτριδα, des Vaterlands Unglück.
-
8 κακό-πιστος
κακό-πιστος, treulos, Sp.
-
9 κακό-πνευστος
κακό-πνευστος, Erkl. von δυςαής, Schol. Od. 13, 99.
-
10 κακό-παθος
κακό-παθος, dasselbe; μεταλλεῖαι, mühselig zu bearbeiten, Posidon. bei Ath. VI, 233 e; βίος D. Hal. 8, 83.
-
11 κακό-πνοος
κακό-πνοος, zsgzgn κακόπνους, schlecht, schwer athmend, Poll. 1, 197.
-
12 κακό-πηρος
κακό-πηρος, mit schlechtem Ranzen, E. M. 870, 56.
-
13 κακό-ποτμος
κακό-ποτμος, von bösem Geschick, unglücklich; τύχαι Aesch. Ag. 1107; Eur. Hel. 700; ὄρνις, Unglück bedeutend, Arist. H. A. 9, 17.
-
14 κακό-πους
-
15 κακό-πλαστος
κακό-πλαστος, schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.
-
16 κακό-πλοος
κακό-πλοος, zsgzgn κακόπλους, schlecht zu beschissen, Sp.
-
17 κακό-σπερμος
κακό-σπερμος, mit schlechtem, wenigem Samen, Theophr.
-
18 κακό-σπλαγχνος
κακό-σπλαγχνος, furchtsam, Aesch. Spt. 219.
-
19 κακό-στρωτος
κακό-στρωτος, schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.
-
20 κακό-στομος
κακό-στομος, mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.
См. также в других словарях:
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek
κακό(ν) — το βλ. κακός … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek