Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολέσι

См. также в других словарях:

  • πολέσι — πολύς many masc/neut pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλεσι — Πόλις city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεσι — πόλις city fem dat pl πολύς many masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις …   Dictionary of Greek

  • εντειχίζω — ἐντειχίζω (AM) 1. τειχίζω, οχυρώνω («ἐν δὲ ταῑς πόλεσι ἀκροπόλεις ἐντειχίζειν», Ισοκρ.) 2. μέσ. ἐντειχίζομαι α) περιβάλλω με τείχος, οχυρώνω β) περιορίζω μέσα στο τείχος, πολιορκώ …   Dictionary of Greek

  • ευδικία — εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) [εύδικος] 1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.) 2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ δικαίως …   Dictionary of Greek

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • πολιτογραφία — ή, Α [πολιτογραφῶ] η εγγραφή κάποιου στους καταλόγους τών πολιτών («μετά δὲ τὴν πολιτογραφίαν τὴν ἐν τοῑς πόλεσι γενομένην», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»