Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περι-δύω

См. также в других словарях:

  • περιδύω — Α περιεκδύω, αφαιρώ, γυμνώνω («τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δύω «αφανίζω, παρακμάζω» και «ενδύομαι, περιβάλλομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιδύσαντες — περιδύ̱σαντες , περί δύω 1 aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδύσαντος — περιδύ̱σαντος , περί δύω 1 aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδύσων — περιδύ̱σων , περί δύω 1 fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέδυσεν — περϊέδῡσεν , περί δύω 1 aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδυσε — περίδῡσε , περί δύω 1 aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιενδύσας — περϊενδύ̱σᾱς , περί , ἐν δύω 1 aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) περϊενδύ̱σᾱς , περί ἐνδύω go into aor part act fem acc pl περϊενδύ̱σᾱς , περί ἐνδύω go into aor part act fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Makedon (mythology) — For the Greek municipality see Makednos (municipality). Makedon, also Macedon or Makednos (Greek: Μακεδών), was the eponymous mythological ancestor of the ancient Macedonians according to various ancient Greek fragmentary narratives. In most… …   Wikipedia

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»