Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῶνος

См. также в других словарях:

  • ὦνος — price paid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῶνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος …   Dictionary of Greek

  • χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] …   Dictionary of Greek

  • πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] …   Dictionary of Greek

  • παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] …   Dictionary of Greek

  • προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»