Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τελᾰ-

См. также в других словарях:

  • Τέλα — Τέλᾱ , Τέλης masc acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλα — τέλᾱ , τέλος coming to pass neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλας — Τέλᾱς , Τέλευς masc acc pl Τέλᾱς , Τέλης masc acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και …   Dictionary of Greek

  • πλαταμώνας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Νέστου, του νομού Καβάλας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στο δήμο Ανατολικού Ολύμπου. Το φρούριο του… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τλώ — άω, Α 1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω 2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.) 3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.) 4. (με καλή ή κακή… …   Dictionary of Greek

  • υποτλάω — Μ υποφέρω, υφίσταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ. ενός ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. ὑπέτλην και που έχει σχηματιστεί < ὑπ(ο) * + τλάω (< θ. τλᾱ / τλη , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *τελᾱ τού επιθ. τάλας* με μηδενισμένο το πρώτο και… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»