Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρ-ήκω

См. также в других словарях:

  • πάρηξις — ήξεως, ἡ, Α 1. η άφιξη στην ακτή 2. τόπος απόβασης από πλοίο, αποβάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἧξις (< ἥκω «έχω έρθει»] …   Dictionary of Greek

  • παρήκω — Α 1. εκτείνομαι κατά μήκος, βρίσκομαι παραπλεύρως κάποιου («παρήκουσι παρὰ πᾱσαν τὴν θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. παρουσιάζομαι, εξέρχομαι 3. (για μακρά ποιήματα) φθάνω σε μήκος 4. (για τον χρόνο) έχω παρέλθει, έχω περάσει («ὁ παρήκων χρόνος» ο χρόνος… …   Dictionary of Greek

  • παρίκω — Α (για χρόνο) έχω παρέλθει, είμαι περασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἵκω, ομηρ. τ. τού ἥκω «έχω έλθει»] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»