Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μνῆμ-α

См. также в других словарях:

  • Μνῆμ' — Μνῆμαι , Μνήμη remembrance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνῆμ' — μνῆμαι , μνήμη remembrance fem nom/voc pl μνῆμα , μνῆμα memorial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κουρόσυνος — (I) κουρόσυνος, ον (Α) νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + όσυνος (πρβλ. κηδ όσυνος, χαρμ όσυνος)]. (II) κουρόσυνος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών 2. (το ουδ. στον …   Dictionary of Greek

  • νεμήιος — νεμήϊος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεμέα* + κατάλ. ήϊος (πρβλ. μνημ ήιος, ποταμ ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • ξηράφιον — ξηράφιον, τὸ (ΑΜ) αποξηραντική σκόνη η οποία επιπασσόταν πάνω σε πληγές ή τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κατάλ. άφιον (πρβλ. μνημ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… …   Dictionary of Greek

  • πριαπήϊον — το, Α 1. το φυτό σατύριον* 2. το φυτό ίον, ο μενεξές ή βιολέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + κατάλ. ήϊον (αντί ειον), ουδ. τού επιθ. πριάπειος (πρβλ. μνημ ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… …   Dictionary of Greek

  • συνθήμων — ονος, ὁ, Α συνωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθημα + επίθημα ων (πρβλ. μνήμ ων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»