-
1 τήριον
τηρέωwatch over: imperf ind act 3rd pl (doric)τηρέωwatch over: imperf ind act 1st sg (doric) -
2 προσκυνη[τήριον
προσκῠν-η[τήριον], τό,= foreg., dub. rest. in POxy.1449.19 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκυνη[τήριον
-
3 ακροατήριον
-
4 ἀκροατήριον
-
5 ευνατήριον
-
6 εὐνατήριον
-
7 θοινατήριον
θοινᾱτήριον, θοινατήριονneut nom /voc /acc sg -
8 θυμιατήριον
θῡμιᾱτήριον, θυμιατήριονcenser: neut nom /voc /acc sg -
9 πειρατήριον
πειρᾱτήριον, πειρατήριονtrial: neut nom /voc /acc sgπειρατήριοςtentative: masc /fem acc sgπειρατήριοςtentative: neut nom /voc /acc sg -
10 πρατήριον
πρᾱτήριον, πρατήριονplace for selling: neut nom /voc /acc sg -
11 πυριατήριον
πυριᾱτήριον, πυριατήριονvapour-bath: neut nom /voc /acc sg -
12 γευστήριον
γευσ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γευστήριον
-
13 γυμναστήριον
γυμνᾰσ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμναστήριον
-
14 δεικτήριον
δεικ-τήριον, τό,A place for showing; at Samos, place where Athena showed Perseus a representation of the Gorgon, EM261.9.II = δεῖγμα, PPetr.3p.333.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεικτήριον
-
15 εὐθυντήριος
II Subst. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, E.IT 1356.b base, plinth, socle of a wall, IG22.1668.16, BCH26.43 (Delph.), IGRom.4.293ai38 (Pergam., ii B.C.); εὐ.· τὸ ἐν τῷ ἐδάφει σύμμαγμα ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων, Hsch.2 -τήριον, τό, rule, norm, γνώμων καὶ εὐ. Theol.Ar.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυντήριος
-
16 θαλπτήριον
A fomentum, fomes, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπτήριον
-
17 θελκτήριον
θελκ-τήριον, τό,A charm, spell, of the girdle of Aphrodite,ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215
; of heroic lays,βροτῶν θελκτήρια Od.1.337
; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch. 670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu. 886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT 166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριον
-
18 καθαρτήριος
κᾰθαρ-τήριος, ον,II - τήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; κ. κατωτερικόν Aet.16.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτήριος
-
19 καυστηριάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστηριάζω
-
20 καυτήριον
καυ-τήριον, τό,A branding iron, E.Fr. 815 (cj.), LXX 4 Ma.15.22, Luc.Pisc.52 (vulg. καυστ-), Apol.2, Hippiatr.26: metaph.,ὥσπερ καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν D.S.20.54
.III instrument used in encaustic painting, Dig.33.7.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυτήριον
См. также в других словарях:
τήριον — τηρέω watch over imperf ind act 3rd pl (doric) τηρέω watch over imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επισκεπτήριο — το 1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που τό δίνει ή τό στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.) 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις… … Dictionary of Greek
καταβαπτιστήριον — καταβαπτιστήριον, τὸ (Α) εκκλ. σχισματικό βαπτιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαπτίζω + κατάλ. τήριον (πρβλ. αγνισ τήριον, βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
κληρωτήριον — κληρωτήριον, τὸ (Α) 1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί 2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῑ τρέψεις;», Αριστοφ.) 3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση… … Dictionary of Greek
κοιτατήριον — κοιτατήριον, τὸ (Α) επιγρ. υπνοδωμάτιο, κοιτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη, με αναλογικό σχηματισμό κατά τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εστια τήριον, ευνα τήριον)] … Dictionary of Greek
κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + … Dictionary of Greek
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek
κρατευτήριον — κρατευτήριον, τὸ (Α) το μέταλλο ή η πέτρα στην οποία τοποθετούσαν τις σούβλες για το ψήσιμο τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατευτής + επίθημα τήριον (πρβλ. δουλευ τήριον, ταμιευ τήριον)] … Dictionary of Greek