Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

άδιον

См. также в других словарях:

  • ἅδιον — ἔδιον , δεῖ there is need imperf ind act 3rd pl (doric ionic) ἔδιον , δεῖ there is need imperf ind act 1st sg (doric ionic) ἔδιον , δίω put to flight imperf ind act 3rd pl ἔδιον , δίω put to flight imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κηπάδιον — κηπάδιον, τὸ (Α) πάπ. ποικιλία αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, τετρ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κρεάδιον — κρεᾴδιον, τὸ (AM) μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, κηπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • λεμβάδιον — λεμβάδιον, τὸ (Μ) μικρή λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον, κρε άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σπηλάδιον — τὸ, Α μικρή σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. σειρ άδιον). Ο τ. έχει γραφτεί σπηλάδιον (αντί τού αναμενόμενου σπηλᾴδιον) αναλογικά προς τα υποκορ. σε άδιον] …   Dictionary of Greek

  • οροβάδιον — ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό ορόβαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • πηγάδι — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται το Λογγάρι (υψόμ. 460 μ.) και το Φωκιανό (...). 2. Πολύ μικρός …   Dictionary of Greek

  • πωλάδιον — τὸ, Α το πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κοπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • τυχάδιον — τὸ, Μ υποκορ. τ. τού τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»