-
1 ασπίδες
-
2 ἀσπίδες
-
3 διαθρύπτω
Aδιεθρύφθην D.L. 7.153
, διεθρύβην [ῠ] LXXNa.1.6:—break in pieces,τὸ κρανίον Luc. DMort.20.2
;φλὸξδ. τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.Pers.2.17
:—[voice] Pass., once in Hom., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν [τὸ ξίφος] Il.l.c.; of a drug, to be crushed, Hp.Mul.1.74;ἀσπίδες διατεθρυμμέναι X.Ages. 2.14
, cf. D.H.9.21.II metaph., break down by profligate living and indulgence, enervate, pamper, ;σώματα X.Lac. 2.1
:—[voice] Pass., to be enervated, (lyr.);διὰ τὸν πλοῦτον X.Mem.4.2.35
; ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων ib.1.2.24;διατεθρύφθαι τὸν βίον Ael.VH13.8
;τῷ βίῳ Plu.Pomp.18
; . Adv.διατεθρυμμένως, ἔχειν Pl.Lg. 922c
.2 [voice] Med., give oneself airs; of a prudish girl, to be coy, Theoc.6.15; of a singer, is beginning her airs and graces,Id.
15.99; of a doctor, have an affected 'bedside manner', Gal.17(2).148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθρύπτω
-
4 δορίπονος
δορῐ-πονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορίπονος
-
5 εἱλικόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἱλικόεις
-
6 θανάσιμος
A deadly, fatal, Hp.Aph.2.1, Pl.R. 610e, etc.; ; ; ; ; , Ph.Bel.103.31, cf. Metrod.53, etc.; θηρία θ., of poisonous reptiles, Plb.1.56.4: θανάσιμα, τά, poisons, Ev.Marc. 16.18, Dsc.4.108, Gal.14.154. Adv. -μως, τύπτειν to strike with deadly blow, Antipho 4.3.4: neut. pl. as Adv.,ἀσπίδες -μα δάκνουσαι D.S.1.87
.2 belonging to death, θ. αἷμα the life-blood, A. Ag. 1019 (lyr.); μέλψασα θ. γόον having sung her death-song, ib. 1445;θ. ἐκπνοαί E.Hipp. 1438
.II of persons, near death, S.Ph. 819;θ. ἤδη ὄντα Pl.R. 408b
; liable to the death-penalty, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 ([place name] Cyrene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανάσιμος
-
7 καταβάλλω
Aκάββαλε Od. 6.172
, Hes.Th. 189, etc.; imper.καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1
B 14:—throw down, overthrow, ;ἐς μέσσον κ. τι 15.357
; ;ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125
(tm.); , etc.; κ. [ τινὰ]ἐνθάδε Od.6.172
; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109;τεῖχος Th.7.24
;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41
;ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr. 15e
; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow,κ. πατάξας Lys.13.71
; esp. of slaying victims, E.Or. 1603, Isoc.2.20;κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba. 1246
.b [voice] Pass., to be stricken,νόσῳ POxy.1121.9
(iii A.D.).4 throw into prison,κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146
: generally, throw, bring into a certain state, κ. [ τινὰ]ἐς ξυμφοράς E.IT 606
, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb. 15e, Phd. 88c, etc.5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras:κ. τινά Democr.125
;δόξαν Gal.UP6.20
.6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr. 111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg. 960e:—[voice] Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.II let fall, drop,ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343
; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog,οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302
; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails,καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671
;τἀκάτια Epicr.10
; κατ' ὀφθαλμοὺς ; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc. 167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA 590b26: in Politics, abandon a measure,καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103
.3 lay down, lay in stores,κ. σιτία Hdt.7.25
:—[voice] Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.4 pay down, yield, bring in,ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149
;τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92
, cf. Lexib.93.b pay,τἀργύριον Th. 1.27
;τριώβολον Amips.13
;ἀρραβῶνα Men.743
, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.;τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg. 932d
, Luc.Vit.Auct. 25; ([place name] Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in [voice] Med.,μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12
.5 put in, deposit, in [voice] Pass., :—but usu. in [voice] Med., deposit,γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100
([place name] Tlos), cf. IG12(1).3.15 ([place name] Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55;λόγους IG7.2850
([place name] Haliartus); (Cret., found at Teos).6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—[voice] Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph.,σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154
; κ. φάτιν ὡς.. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF 758(lyr.).7 lay down as a foundation, mostly in [voice] Med., : esp. metaph., - βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel. 164(lyr.);Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22
;καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39
;ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20
;τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a
: hence generally, to be the author of, commit to writing, ; λόγον Darius ap.D.L.9.13;φλυαρίας Gal.7.476
:— [voice] Pass.,ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ.. ὀρθῶς E.HF 1261
: freq. metaph.,δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph. 232d
;πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN 1096a10
; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol. 1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib. 1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr. 196.2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures,εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54
.B intr., fall,εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep. 344c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάλλω
-
8 οἰσύϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰσύϊνος
-
9 πελάζω
A (anap.), S.Ph. 1150 (lyr., codd.), OC 1060 (lyr.), El. 497 (lyr.): [tense] aor. (lyr.) ; [dialect] Ep.πέλασα Il.12.194
; [dialect] Ep. and Lyr.ἐπέλασσα 21.93
,πέλασσα 13.1
, Pi.P.4.227 :—[voice] Med., [tense] aor. opt. (trans.)πελασαίατο Il.17.341
; inf.πελάσασθαι Emp.133
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπελάσθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πέλασθεν Il.12.420
, inf.πελασθῆναι S.OT 213
(lyr.) ; [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. ,ἔπληντο Il.4.449
, etc.,πλῆτο 14.438
, πλῆντο ib. 468 ; later ἐπλάθην [pron. full] [ᾱ] A.Pr. 897 (lyr.), E. Tr. 203(lyr.), etc.: [tense] pf. [voice] Pass.πέπλημαι AP5.46
(Rufin.) ; [ per.] 3pl.πεπλήαται Semon.31
A (fort. πεπλέαται) ; part.πεπλημένος Od.12.108
; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω : ([etym.] πέλας):A intr., approach, draw near, c. dat.,πέλασεν νήεσσι Il.12.112
;ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41
;ἐὸν.. ἐόντι πελάζει Parm.8.25
; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr. 807, cf. S.Ph. 301, etc.: rarely in Prose,π. πολεμίοισι Hdt.9.74
;θηρίοις X.Cyr.1.4.7
, cf. 3.2.10, An.4.2.3 ;τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24
: prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει like draws to like , Pl. Smp. 195b.2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34 ; πάρα.. πελάσαι φάος.. νεῶν light may come near the ships, S. Aj. 709 (lyr.) ;εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph. 1407
(but σῆς πάτρας shd. be deleted) ;π. πηγῆς Call.Ap.88
(nisi leg. πηγῇσι); π. τῆς πόλεως Th.2.77
, Plb.21.6.3 ; alsoμὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med. 101
(anap.).3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732 ;ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19
; [ τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181 ;ἐς τούσδε τόπους S.OC 1761
(anap.) ; εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT 1212, El. 1332 (anap.) ; ;πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b
.4 c. acc. loci,δῶμα πελάζει E.Andr. 1167
(anap.) ; elsewh. dub., S.OC 1060 (fort. εἰς νομόν), Ph. 1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι.. πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you).5 abs., X.Cyr.7.1.48.B causal, only in Poets, bring near or to, freq. in Hom. (Hes. only Op. 431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291
, cf. 300 ;με.. γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315
; ;π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154
, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς.. Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1 ; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123 ; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350 ; πάντας.. πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277 ;οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719
, etc.; ; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227 ; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr. 155 (anap.) ;βρόχῳ δέρην E.Alc. 230
(lyr.) ; μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91 ;κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212
; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [ him so far], Il.15.418, cf. 21.93 ; γόμφοισιν πελάσας [ γύην] when he has fixed [ the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op. 431 : metaph., ἑ.. κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766 ; ἐμὲ.. κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78 ; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it.., Ar.Av. 1399 (anap.) ; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141.2 folld. by a Prep.,με.. νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254
; , cf. 424 ; alsoδεῦρο π. τινά 5.111
;οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440
.3 [voice] Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c.C [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., come nigh, approach, etc., c. dat.,ἀσπίδες.. ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449
; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, 14.438 ; οὔδεϊ πλῆντο ib. 468 ;σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108
: abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.).2 rarely c. gen.,Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327
.3 folld. by a Prep.,πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT 213
(lyr.).II approach or wed, of a woman,μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr. 897
(lyr.), cf. E.Andr.25 ; v. supr. A. 11. -
10 περιφερής
περιφερ-ής, ές,A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς)τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4
; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30.a of surfaces and lines,ἄκρον Hp.Art.7
;π. κύρτωμα Id.Epid.1.26
.α'; κύλικες Pherecr.143.5
;ἀσπίδες Ael.Tact.2.7
; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm. 137e, 138a, Arist.Ph. 248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R. 436e, Dsc.3.6, 48. Adv. - ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6.b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd. 108e, Smp. 190b;π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael. 298a7
;π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.
; [ σώματα] Phld.Mort.8 ([comp] Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13.c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22;τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13
.3 Adv. - ρῶς in a circle, Hero *Deff.5.2 Adv. - ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169.IV cf. Περφερέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφερής
-
11 πόρπαξ
-
12 στεγάζω
A = στέγω, cover,ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33
; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. ([voice] Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126
(Pergam., ii A.D.): metaph.,στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3
; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El. 781:—[voice] Pass.,στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr.CP1.12.3
, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη
roofed,PCair.Zen.
251.7 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγάζω
-
13 τροχός
A wheel, Il.6.42, 23.394, etc.;γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν S.Ant. 252
; ἐν πτερόεντι τ... κυλινδόμενον, of Ixion, Pi.P.2.22; τροχοὺς μιμεῖσθαι to imitate wheels, of one who bends back so as to form a wheel, X.Smp.2.22, 7.3: metaph. of fortune,πότμος ἐν.. θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται S.Fr. 871
; alsoμανίας τροχῷ E. Pirith.Oxy.2078
Fr.1.14.2 potter's wheel, Il.18.600; τροχῷ ἐλαθεὶς [ λύχνος] (cf. τροχήλατος) Ar.Ec.4;τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν.. κύτος Antiph.52.2
, cf. Pl.R. 420e.3 wheel of a stage-machine, Ar.Fr. 188; also of a water-wheel,ὁ τ. τῆς μηχανῆς POxy.1292.13
(i A. D.);τ. καὶ μηχανή PSI9.1072.9
(iii A. D.).4 wheel of torture, Anacr.21.9;ἐπὶ τοῦ τ. στρεβλοῦσθαι Ar.Pl. 875
, Lys. 846, D.29.40; ;ἐπὶ τὸν τ. ἀναβῆναι Antipho 5.40
;ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τ. And.1.43
;ἐν τῷ τ. ἐνδεδεμένον Plu.2.509c
; τῷ τ. προσηλοῦν [ 'Ιξίονα] ib.19e, cf. Luc. DDeor.6.5.II child's hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.5, S.E.P.1.106.III round cake, κηροῖο, στέατος τ., Od.12.173, 21.178; τ. ἡλίου the sun's disk, Ar.Th.17 (v. infr. B); coil of a serpent, Orph.L. 136.IV θαλάττης γῆς τε τ. circles or zones of land and sea, Pl.Criti. 113d, cf. 115c, 116a, 117c sq., Plu.Luc.39.V circuit of a wall or fortification,Κυκλώπιος τ. S.Fr. 227
, cf. Sch.A Pl.Lg. 681a (v. facsim. fol. 175v).2 ring for passing a rope through, on board ship, ib.94.IX a fish or sea-monster (Lat. rota, Plin. HN9.8), Ael.NA13.20.X metaph.,ὁ τ. τῆς γενέσεως Ep.Jac.3.6
;ὁ τῆς εἱμαρμένης τε καὶ γενέσεως τ. Simp.in Cael.377.14
.B τρόχος, ὁ, circular race, Hp.Vict.2.63, 3.68, Insomn.89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S.Ant. 1065;παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E.Med.46
.II an animal, Herodor.58J. ( Trypho ap.Ammon. Diff.p.131 V. distd. the two senses as above.)------------------------------------τροχ-ός [(B)], όν, -
14 φαῦλος
A cheap, easy, slight, paltry, first found commonly in E., twicein Hdt.1.26, 126 ([comp] Comp., elsewh. φλαῦρος), six times in Democr., Fr.87, al., twice in S., Frr.41,771: Adv. φαύλως once in A.: A. Pers. 520.I of things, easy, slight,φ. ἀθλήσας πόνον E.Supp. 317
; φαυλότατον ἔργον ''tis as easy as lying', Ar.Eq. 213;φ. πρᾶγμα Id.Lys.14
;τὸ ζήτημα οὐ φ. Pl.R. 368c
;φ. ἐρώτημα Id.Phlb. 19a
; : freq. with negat., οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ib. 527d;μάχη οὐ φ. Id.Tht. 179d
;οὐ φ. τέχνη Id.Sph. 223c
; οὔτοι βασιλέα φαῦλόν [ἐστι] κτανεῖν 'tis no slight matter to kill a king, E.El. 760; νυκτὸς γὰρ οὔτι φ. ἐμβαλεῖν στρατόν no easy matter, Id.Rh. 285;οὐ φ. πληγαί D.54.13
; ; φαῦλα ἐπιφέρειν bring paltry charges, Hdt.1.26; τὰ φ. νικήσας ἔχω have gained petty victories, S.Fr.41 (wrongly glossed by μέγα in Phot., Suid., and EM789.43, cf. Hsch); σύμμαχον Τροίᾳ μολόντα Ῥῆσον οὐ φαύλῳ τρόπῳ, i. e. with no trivial force, E.Rh. 599;παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι D.H.Rh.4.2
, cf. Lib.Or.14.26. Adv. -λως εὑρεῖν, τυχεῖν, Ar.Eq. 404 (troch.), 509 (anap.);φ. πάνυ Id.Lys. 566
(anap.); φ. ἐκφυγεῖν to get off easily, Id.Ach. 215 (lyr.);φ. ἀποδράς Id.Th. 711
(lyr.);φαυλότατα καὶ ῥᾷστα Id.Nu. 778
; οὔτι φαύλως ἦλθε with no trivial force, E.Ph. 112;φ. βοηθήσειν D.15.13
;φαύλως καὶ γλίσχρως παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2
; τὰς ἐλπίδας φ. ἔχειν to be slight, Hdn.1.3.1.2 simple, ordinary,δίαιτα Hp.Fract.36
, Art.49, Eur.Fr.213.4;σῖτα καὶ ποτὰ φαυλότατα X.Mem.1.6.2
, cf. Hp. Vict.3.68 ([comp] Comp.); but freq. with sense poor, indifferent,στρατιά Th.6.21
; ἀσπίδες, τείχισμα, παρασκευή, Id.4.9.115, 6.31;ἱμάτιον X.
l. c. Adv.-λως, διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 173c
;μὴ φ. μηδὲ ἰδιωτικῶς Id.Lg. 966e
.3 mean, bad,πρῆξις Democr.177
; ,ψόγος Id.Ph.94
(perh. both in signf. 1.1 and in 1.3);οὐ φ. ὄψις Pl.R. 519a
;φ. δόξα D.24.205
;τὰ πράγματ' ἐστὶ φ. Id.19.30
;φαῦλα διαπεπραγμένος Philem.229
;ὁ φαῦλα πράττων Ev.Jo.3.20
;μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ φ. Ep.Rom.9.11
;τὸ φ.
evil,E.
IT 390; τὰ φ., opp. τὰ ἀγαθά, X.Smp.4.47; τύχη φ., opp. ἀγαθή, Arist.Ph. 197a26, cf. Metaph. 1065a35;τὴν πόλιν μηθὲμ φ. παθεῖν OGI765.35
([place name] Priene); κομίσασθαι.. εἴτε ἀγαθὸν εἴτε φ., of rewards and punishments, 2 Ep.Cor.5.10;φ. μαίωσις Sor.2.17
, cf. 1.91, al.II of persons, low in rank, mean, common, E.Fr. 688; οἱ φαυλότατοι the commonest sort (of soldiers), Th.7.77; [γάμος] ὁ ἐκ τῶν φαυλοτέρων, opp. ἐκ μειζόνων, X.Hier.1.27, cf. Pl.R. 475b; of outward looks, the plainer ones,Ar.
Ec. 617, cf. 626 ([comp] Comp., both anap.).2 inefficient, bad,διδάσκαλος S.Fr.771.3
; τὸ φ. καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβές the inefficient, the middling, and the perfect, Th.6.18; φ. αὐλητής, opp. ἀγαθός, Pl.Prt. 327c; ; ; opp. σπουδαῖος, Isoc.1.1, Pl.Lg. 757a, etc.; esp. in point of education and accomplishments, opp.σοφός, οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν E.Hipp. 989
, cf. Ph. 496, Ion 834, Pl.Smp. 174c, Alc.1.129a;τὸ πλῆθος τὸ -ότερον E.Ba. 431
(lyr.); οἱ -ότεροι, opp. to οἱ ξυνετώτεροι, Th.3.37; οἱ φαυλότεροι γνώμην ib.83;τὰ γράμματα φαῦλοι Pl.Phdr. 242c
(so in Adv.,φαυλοτέρως πεπαιδευμένοι Id.Lg. 876d
); generally, inferior, Id.Grg. 483c: c. inf.,φαῦλοι μάχεσθαι E.IT 305
; φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι, Pl.Tht. 181b, Prt. 336c: of animals,φ. κύων D.26.22
;φαυλότατοι ἵπποι X.Mem.4.1.3
.3 careless, thoughtless, indifferent, E.Med. 807:—esp. in Adv., φαύλως ἐκρίνατε judged lightly, A.Pers. 520;φ. εὕδειν E.Rh. 769
; ;φ. παραινεῖν
off-hand,Id.
HF89; off-hand, roughly,Ar.
V. 656 (anap.);φ. εἰπεῖν
casually,Pl.
R. 449c; φ. φέρειν to bear lightly, E. IA 850, Ar.Av. 961.4 in good sense, simple, unaffected,φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν E.Fr. 473
(anap.), cf. D.L.3.63. Adv.-λως, παιδεύειν τινά
by a very simple method,X.
Oec.13.4;φ. καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι Pl.Tht. 147c
.5 of health, etc., φαύλως ἔχειν to be ill, Hp.Aph.2.32; φ. πράττειν to be in sorry plight, Men. Sam. 165;φ. ἔχει τὰ πράγματα D.10.3
, al. -
15 χελιδονιαῖος
A = χελιδόνιος 11,ὄνος Sammelb.6001.5
(ii A. D.);ἰχθῦς PLond.1.130.104
(i/ii A. D., horoscope); ἱ[ππάδα] PThead.4.6 (iv A. D.); = badius, Gloss.; αἱ χελιδονιαῖαι ἀσπίδες prob. for χελιδοναῖαι in Aët. 13.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χελιδονιαῖος
-
16 ἀναζωγραφέω
A paint completely, delineate, Str.8.3.30; picture to oneself, Ph.2.59, Arr.Epict.2.18.16, S.E.M.7.222:—[voice] Pass., to be painted on, ; to be represented, Diog.Oen.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναζωγραφέω
-
17 ἀραρίσκω
A join, fit together), only [tense] impf.ἀράρισκε Od.14.23
, Theoc.25.103: the tenses in use (from Αρω) are mostly poet., v. infr.A trans.:—[dialect] Ion. [tense] aor. 1ἦρσα Il.14.167
([etym.] ἐπ-), [dialect] Ep.ἄρσα Od.21.45
, imper.ἄρσον 2.289
, pl.ἄρσετε A.R.2.1062
, part.ἄρσας Il.1.136
(also inf. ἀράραι· ἁρμόσαι, πλέξαι, Hsch.): [tense] aor. 2 ἤρᾰρον, [dialect] Ion. ἄρᾰρον, inf. ἀρᾰρεῖν, part. ἀρᾰρών (but ἄρᾰρον is used intr. in Il.16.214, Od.4.777, Simon.41; while for ἄρηρεν, in trans. sense (Od.5.248), ἄρασσεν is the true reading;ἐς οὐρανὸν ἤραρεν ὄσσε Orph.A. 984
is by confusion with αἴρω:—[voice] Med., [tense] fut.ἄρσομαι Lyc.995
acc. to Sch. (possibly fr. αἴρω): [tense] aor. I ἠρσάμην, part. : [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 opt. (in pass. sense)ἀραροίατο A.R.1.369
: [tense] pf. subj. ([etym.] προς-):—[voice] Pass., [tense] pf. part. ἀρηρεμένος or- έμενος A.R.3.833
, al.; later incorrectly writtenἀρηράμενος Q.S.2.265
, Opp.C.2.384, etc.: [tense] aor. I ἤρθην, only [ per.] 3pl. ἄρθεν, for ἤρθησαν, Il.16.211:—join together, fasten, οἱ δ' ἐπεὶ ἀλλήλους ἄραρον βόεσσι when they had knitted themselves one to another with their shields, Il.12.105 (in [voice] Pass.,μᾶλλον δὲ στίχες ἄρθεν 16.211
); pack up,Od.
2.289.II fit together, construct,ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισιν Il.16.212
:—[voice] Med.,ἀρσάμενος παλάμῃσι Hes. Sc. 320
.III fit, equip, furnish with a thing,νῆ' ἄρσας ἐρέτῃσιν 1.280
; καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας fit all [the jars] with covers, 2.353, cf. A.R.2.1062; καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ furnished, i.e. satisfied, his heart with food, Od.5.95:—in [voice] Pass., esp. [tense] pf. part., fitted, furnished with,πύλας ἀρηρεμένας σανίδεσσι A.R.1.787
.B intr.:—[tense] pf. ἄρᾱρα with [tense] pres. sense, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. ἄρηρα, part. ἀρᾱρώς, ἀρηρώς, Hom., Trag., and late Prose (except that X. hasπροσαραρέναι HG4.7.6
), [dialect] Ep. fem. part. , and metri gr.ἀρᾰρυῖα Hom.
,εὖ ἀρᾰρός Opp.H.3.367
: [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [tense] plpf. ἀρήρειν or ἠρήρειν, with [tense] impf. sense, Il.10.265, 12.56, etc.:— [voice] Med. only [tense] aor. 2 part. sync. ἄρμενος, η, ον, also ος, ον Hes.Op. 786 (cf. however ἀρηρεμένος): on [tense] aor. 2 used intr. v. supr.A.1:—to be joined closely together, in close order,Il.
13.800; ; ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες [πίθοι] piled close against the wall, Od.2.342: c. dat. instr.,κόλλῃσιν ἀρηρότα Emp.96.4
; in Tactics, ἀραρός, τό, = ὀμφαλός (q. v.), Ascl.Tact.2.6, etc.2 abs., to be fixed,φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς Il.10.553
;θυμὸς ἀρηρώς Theoc.25.113
; shines for ever,Pi.
N.3.64; is fixed,A.
Pr.60: or metaph.,θεῶν.. οὐκέτι πίστις ἄραρε E.Med. 414
(lyr.); ὡς ταῦτ' ἄραρε ib. 322; τὸ σόν τ' ἄραρε is fixed, ib. 745: abs., it is fixed, my mind is made up,Id.
Or. 1330, Men.Epit. 185; steadfastness,J.
AJ14.12.3;δόγματα ἀραρότα D.Chr.12.56
; also of persons, steadfast,Plu.
Dio32; [θεοὶ] ἀραρότες τοῖς κρίμασιν Hierocl.p.48 A.;τοῖς λογισμοῖς ἀ. Id.p.51
A.II fit well or closely, ζωστὴρ ἀρηρώς a close-fitting belt, Il.4.134; πύλαι εὖ, στιβαρῶς ἀραρυῖαι, 7.339, 12.454;σανίδες πυκινῶς ἀ. 21.535
; fit or be fitted to a thing, ἔγχος παλάμηφιν ἀρήρει fitted the hands, Od.17.4; κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν, κνημῖδες ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι, Il.13.188, 19.370; κυνέη ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖα fitting a hundred champions, i.e. large enough for them, 5.744; also with Preps.,κυνέη ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖα Od.18.378
, Hes.Sc. 137;ὄφρ' ἂν.. δούρατ' ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ Od.5.361
; κεραυνὸς ἐν κράτει ἀ. fit emblem in victory, Pi.O.10(11).83; ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζεσθαι befitting men, Orph.A. 191.III to be fitted, furnished with a thing, [τάφρος] σκολόπεσσιν ὀξέσιν ἠρήρει Il.12.56
;πόλις πύργοις ἀραρυῖα 15.737
;ζώνη θυσάνοις ἀραρυῖα 14.181
: hence, furnished, endowed with,χαρίτεσσιν ἀραρώς Pi.I.2.19
;ἔθνεα θνητῶν παντοίαις ἰδέῃσιν ἀρηρότα Emp.35.17
;κάλλει ἀραρώς E.El. 948
;πολλῇσιν ἐπωνυμίῃσιν ἀρηρώς D.P.28
.IV to be fitting, agreeable, pleasing, (cf. ἀρέσκω ) once in Hom., ἐνὶ φρεσὶν ἤραρεν ἡμῖν it fitted our temper well, Od.4.777;ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι Hes. Th. 608
.V syncop. [tense] aor. 2 part. [voice] Med. ἄρμενος, η, on (ος, ον Id.Op. 786), fitting, fitted or suited to (cf. ἀρμένως), c. dat., ἱστὸν.. καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ fitted or fastened to the mast, Od.5.254 (cf. ἄρμενα, τά);τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν Il.18.600
;πέλεκυν.. ἄ. ἐν π. Od.5.234
.2 fit, meet,μάλα γάρ νύ οἱ ἄρμενα εἶπεν Hes.Sc. 116
: rarely c. inf., ἡμέρα κούρῃσι γενέσθαι ἄρμενος a day meet for girls to be born, Id.Op. 786.3 prepared, ready, χρήματα δ' εἰν οἴκῳ πάντ' ἄ. ποιήσασθαι ib. 407;ἄ. πάντα παρεῖχον Id.Sc.84
, cf. Thgn.275;ἄ. ἐς τόδε ἔργον A.R.4.1461
;ἄ. ἐς πόλεμόν τε καὶ ἐν νήεσσι μάχεσθαι Hermonax 1.3
, cf. 8.4 agreeable, welcome, ἄρμενα πράξαις, = εὖ πράξας, Pi.O.8.73;ἐν ἀρμένοις θυμὸν αὔξων Id.N.3.58
; so of men,ἄ. ξείνοισιν Pl.Epigr.6
. (Cf. Lat. arma, armus, artus, Goth. arms, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραρίσκω
-
18 ἀργυράσπιδες
ἀργῠρ-άσπῐδες, οἱ,A the silver-shielded, a corps in the army of Alexander, D.S.17.57, Arr.An.7.11.3, Ath.12.539e, etc.; also in the armies of the Diadochi, Plb.5.79.4, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυράσπιδες
-
19 ἐνδρομίς
A high shoe, worn by Artemis in the chase, Call.Dian.16, Del. 238, APl.4.253; soldier's high boot, Ph.Bel.100.8.II Adj., used in the foot-race, (Delph.).2 Subst., bath-wrapper or drawsheet, Herod.Med. ap. Orib.10.37.5, 38.1; also, thick wrapper worn by runners, after exercise, for fear of cold, Mart.4.19, Juv.3.103, 6.246.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδρομίς
-
20 ἐπιθύριος
II. fixed on a door, ἧλοι ib.22.1408.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθύριος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασπίδες — (Γεωλ.). Πανάρχαια τμήματα του φλοιού της Γης τα οποία διαμορφώθηκαν προ της περιόδου του καμβρίου, δηλαδή έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 600.000.000 ετών. Στρώματα αυτής της ηλικίας, που ανάγονται στον λεγόμενο ηωζωικό αιώνα (από το Ηώς = αυγή της… … Dictionary of Greek
ἀσπίδες — ἀσπίς shield fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
аспида — АСПИД|А (19), Ы с. ἀσπίς, ίδος Ядовитая змея: азъ видѣхъ аспиды кротимы оукротиша сѩ. Пр 1383, 119в; ˫адъ же лукавьств(а) сблюдаеши аки аспида и ехидна. ПрЮр XIV, 261в; и акы аспиды затыкаѥмъ оуши свои. ˫ако же не слышати. что ны ѥсть на ползу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek
χαλκοθήκη — Οίκημα στην Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας. Το οίκημα βρισκόταν στο νοτιοδυτικό βραχώδες μεσαίο επίπεδο, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στα Προπύλαια, όπως φανερώνουν τα θεμέλιά του, τα οποία αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1888 89. Το αποτελούσαν μια… … Dictionary of Greek
ανκίλια — (ancilia). Δώδεκα ιερές ασπίδες στην αρχαία Ρώμη, τις οποίες φύλασσαν οι Σάλιοι ιερείς. Κατά την παράδοση, μία από αυτές έπεσε από τον ουρανό στο ανάκτορο του Νουμά Πομπίλιου. Τότε αυτός, για να μην αναγνωρίζεται η ασπίδα αυτή που ήταν… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek