Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μένος

См. также в других словарях:

  • μένος — might neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… …   Dictionary of Greek

  • μένος — το ους 1. ψυχική ορμή, παράφορη οργή: Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το μένος του βλέποντας το φονιά του γιου του. 2. φρ., «Πνέω τα μένεα», είμαι εξοργισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλήντας, Μένος — (Αρτάκη, Κύζικος 1870 – Αθήνα 1934). Έλληνας γλωσσολόγος και λογοτέχνης. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε δάσκαλος στην Τουρκία, όπου και φυλακίστηκε δυο φορές, στην Προύσα και την Αρτάκη, για τη συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • μένει — μένος might neut nom/voc/acc dual (attic epic) μένεϊ , μένος might neut dat sg (epic ionic) μένος might neut dat sg μένω stay pres ind mp 2nd sg μένω stay pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένη — μένος might neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μένος might neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποίμην — μενος, ὁ, ΜΑ [ποιμήν] (σχετικά με το ποίμνιο τής Εκκλησίας) πνευματικός ηγέτης μαζί με άλλον μσν. βόσκω το κοπάδι μου στο ίδιο μέρος με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • μενέων — μένος might neut gen pl (epic doric ionic aeolic) μένω stay fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενῶν — μένος might neut gen pl (attic epic doric) μένω stay fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένεα — μένος might neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένεος — μένος might neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»