Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δῆμον

См. также в других словарях:

  • δημόν — δημός fat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῆμον — Δῆμος district masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῆμον — δῆμος district masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ASCLEPIADES — I. ASCLEPIADES Historicus Cyprius, tempore quô Pygmalion regnabat in Oriente, quô tempore seribit esum carnium non fuisse. Hieron. l. 2. adversus Iovinianum, ex Porphyrio. Vide Voss. Hist. Graec. l. 4. p. 506. 507. II. ASCLEPIADES Myrleanus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAEDIM lustrandi et expiandi ritus — apud Athenienses, olini sollennis memoratur Lege illâ apud Demosthenem comra Macart. Τοὺς δ᾿ ἀπογινομένους εν τοῖς δήμοις οὓς ἄν μηδεὶς ἀναιρῆται, ἐπατγελλέτρα ὁ Δήμαρχος τοῖς προσήκουσιν ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν καὶ καθαίρειν τὸν δῆμον τῇ ἡμέρα?, ᾗ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • Газа город в Сирии — (Gaza) один из важнейших городов южной Сирии и один из древнейших городов миpa. Имя его сближают с семитическим корнем Az сильный, крепкий. Во время великих завоеваний фараонов XVIII дин. Г. подпала власти Египта. При завоевании Ханаана евреями… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Газа (г.) — (Gaza) один из важнейших городов южной Сирии и один из древнейших городов мира. Имя его сближают с семитическим корнем Az сильный, крепкий. Во время великих завоеваний фараонов XVIII дин. Г. подпала власти Египта. При завоевании Ханаана евреями… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»