Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

έχοντ

См. также в других словарях:

  • ἔχοντ' — ἔχοντα , ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc pl ἔχοντα , ἔχω check pres part act masc acc sg ἔχοντι , ἔχω check pres part act masc/neut dat sg ἔχοντι , ἔχω check pres ind act 3rd pl (doric) ἔχοντε , ἔχω check pres part act masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… …   Dictionary of Greek

  • τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • υψιγέννητος — ον, Α αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι γέννητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»