Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κανδαύλῃ

См. также в других словарях:

  • Κανδαύλη — Κανδαύλης dog throttler masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κανδαύλης dog throttler masc acc sg (attic epic doric) Κανδαύλης dog throttler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανδαύλῃ — Κανδαύλης dog throttler masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γύγης — Όνομα βασιλιάδων της αρχαίας Λυδίας. 1. Γενάρχης του βασιλικού οίκου των Μερμυαδών, που βασίλεψαν στη Λυδία (8ος; αι. π.Χ.). 2. Εγγονός του προηγούμενου (7ος αι. π.Χ.). Αρχικά ήταν βασιλιάς της μικρής πόλης Τύρρας, αλλά σκότωσε τον επικυρίαρχο… …   Dictionary of Greek

  • Μυρσίλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Μυτιλήνης (7oς αι. π.Χ.). Ο Πιττακός τάχθηκε εναντίον του και κατέλυσε το τυραννικό καθεστώς του. 2. Ιστοριογράφος από τη Μήθυμνα της Λέσβου (τέλη 4ου 3ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Λεσβιακά, από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • Άβρω — (7ος αι. π.Χ.).Σύζυγος του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας. Επειδή οργίστηκε για τη συμπεριφορά του συζύγου της, παρότρυνε τον αρχηγό της φρουράς Γύγη να τον σκοτώσει. Έγινε έπειτα σύζυγος του Γύγη και βασίλεψε μαζί του (Ηρόδοτος Α’ 7 13) …   Dictionary of Greek

  • Δαμασίθυμος — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Καλύνδης, πόλης της Καρίας, γιος του Κανδαύλη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Η 87) πως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, που ανήκε στην περσική παράταξη, χτύπησε και βύθισε το πλοίο του… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Λαβρανδεύς — Προσωνυμία του Δία στα Λάβρανδα της Καρίας, όπου λατρευόταν ως πολεμικός θεός και ονομαζόταν και Στράτιος. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από τον λάβρυ (διπλός πέλεκυς). Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής νίκησε την Ιππολύτη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»