-
1 καταδεικνυμι
(ион. aor. κατέδεξα)1) показывать, обнаруживать, открывать2) показывать, учить, обучать(τινί τι и ποιεῖν τι Arph.; ἐπὴ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her.; τέν ἀρχέν ἀγαθῶν εἰς ἀνθρώπους Plut.)
κ. ἰατρικήν Plat. — учить врачеванию3) med.-pass. оказываться(ἥ ἀτραπὸς κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστέ Μηλιεῦσι Her.)
-
2 καταδείκνυμι
A discover and make known,τὸν Ταρτησσὸν οὗτοί εἰσι οἱ καταδέξαντες Hdt.1.163
; Νεκῶ.. πρώτου καταδέξαντος (sc. τὴν Λιβύην περίρρυτον ἐοῦσαν) Id.4.42: folld. by a Conj.,κατέδειξεν ἐναργῶς, ὡς.. Arist.Fr. 673
:—[voice] Pass., c. part., κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν Χρηστή had been proved to be.., Hdt.7.215.2 invent and teach, introduce,προαγωγούς Ar.Ra. 1079
(anap.);τέχνην Antiph. 123.1
, cf. Diod.Com.2.4; , cf. 406c;τελετάς D.25.11
;τὸν οἶνον τοὺς θεοὺς θνητοῖς καταδεῖξαι Com.Adesp.106.2
: c.inf., show how to do,ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες Hdt.1.171
;οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῖς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ τόμια ἐξορκίζεσθαι Aeschin.2.87
;κ. τοῖς λαοῖς θεοὺς σέβεσθαι D.S.1.45
: both constr. joined, , cf. 1062.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδείκνυμι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский