-
1 επιρρηματικώς
-
2 ἐπιρρηματικῶς
-
3 αὐτο-χειρία
αὐτο-χειρία, ἡ, eigenhändige That, bes. Mord, Plat. Legg. IX, 872 b. Bei Xen. Hell. 6, 4, 35 der βουλή entgeggstzt. – Adv. αὐτοχειρίᾳ = αὐτοχειρί, διασπείρειν Her. 3, 13; κτείνειν 1, 140; io Dem. 59, 10. 25, 57; Phryn. B. A. 7 ἐπιῤῥηματικῶς, ταῖς αὐτοῦ χερσίν.
-
4 αὐτο-κέρᾱς
αὐτο-κέρᾱς, ατος, B. A. 467, = folgdm. Nach p. 3 ἐπιῤῥηματικῶς.
-
5 εκφερω
(fut. ἐξοίσω, aor. 1 ἐξήνεγκα - эп.-ион. ἐξένεικα, aor. 2 ἐξήνεγκον; aor. pass. ἐξηνέχθην)1) выносить(τι ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; τινὰ πολέμοιο Hom.)
2) выносить на берегπόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. — его выбросила на берег морская волна:
τὸν (Ἁρίονα) δελφῖνα λέγουσι ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что Ариона дельфин доставил в Тенарон3) выносить для погребения(ἐξενεῖκαί τινα καὴ θάψαι Her.; νεκρόν Eur.)
4) уносить, похищать(τρία ἄλεισα Hom.)
5) med. уносить или увозить с собой(κόμης ἀγάλματα Eur.; τὰ ἑαυτοῦ Thuc.)
6) приобретать, получать(λοισθήϊον ἄεθλον Hom.)
; med.ἐ. νίκην Her., Plut. — одерживать победу;
7) увлекать, склонять(προς ὑποψίας τινά Plut.)
; pass. быть увлекаемым, поддаваться(ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Thuc. и πρὸς ὀργήν Soph.)
ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ Eur. — быть склонным к почтительности:λέγων ἐξηνέχθην Plat. — я (слишком) увлекся в своей речи;ἐπὴ τέν ἀλήθειαν ἐξενεχθεὴς τῇ ὑπονοίᾳ Plut. — догадавшись в чем дело;ἐκφέρεσθαι ἐπὴ τέν μάχην Plut. — устремляться в бой;ἐκφέρεσθαι ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arst. — следуя самому существу вопроса8) производить на свет, рождать(τὸν τῆς Δήμητρος καρπόν Her.; κύημα εἰς φῶς Plat.; σπέρμα Arst.)
9) вынашивать, донашивать(τὸ κύημα μέχρι или διὰ τέλους и εἰς τέλος Arst.)
10) выказывать, обнаруживать, проявлять(δύνασιν Eur.; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετάς Plut.; med. μέγα τι σθένος Soph.)
11) произносить(λόγον τινά Soph. - ср. 12)
12) (тж. ἐν φανερῷ ἐ. Plut.) объявлять, открывать, рассказывать, разглашать(τέν ἐπιχείρησιν Her.; τὸν λόγον τινός Plat. - ср. 11; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.)
οὔποτ εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται ὡς … Eur. — никогда среди греков не будет речи о том, что …;ἐ. ἐπὴ γέλωτί τι Plut. — выносить что-л. на посмеяние13) излагать, выражать(πλεῖστον νοῦν ἐν βραχυτάτῃ λέξει и βραχέως τι Plut.)
γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐκφέρεσθαι Her. — высказывать единогласное мнение14) представлять, предъявлять(δεῖγμα Dem. и δεῖγμα εἰς φῶς Plat.; μαρτυρίας τινός Dem.)
15) представлять, предлагать, вносить на утверждениеἐ. ὅρον τινός Arst. — предлагать определение чего-л.16) выпускать в свет, публиковать(διὰ μέτρων τι Arst.; Ἀριστοφάνης τὰς Νεφέλας ἐξέφερε Plut.)
τὸ τέλος ἐ. Plut. — издавать указ17) вводить (во всеобщее употребление), изобретать, создавать(τέν ἰατρικήν Diod.)
18) обращать, направлять(τὸ μῖσος εἴς τινα Polyb.)
ἐ. πόλεμον πρός τινα Xen., Arst., Plut., τινι Polyb., ἐπὴ τέν χώραν Her. и ἐπί τινι Plut. — идти войной на кого-л.19) приводить к концу, исполнять(τὸ μισθοῖο τέλος Hom.; τὸ μόρσιμον Pind.; ἐς ὀρθὸν τὰ μαντεύματα Soph.)
20) приводить(τινὰ ἐν τῇ σκέψει Plat.)
ἐνταῦθ΄ ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Plat. — я вынужден сказать как Протагор21) грам. med. оканчиватьсяἐ. ἐπιρρηματικῶς — иметь наречное окончание22) выбегать вперед, опережатьἥ ἅμαξα τὸν βοῦν πολλάκις ἐκφέρει погов. Luc. — повозка часто опережает быка, т.е. все ставится вверх дном -
6 ἀπτωτί
1 without a fall φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις (Bergk: ἀπτῶτι codd.: ἐπιρρηματικῶς. Σ.) O. 9.92 -
7 ἐκφέρω
Aἐξοίσω Hdt.3.71
: [dialect] Ion. [tense] aor. ἐξήνεικα:—[voice] Pass.,ἐξοισθήσομαι E.Supp. 561
: [tense] fut. [voice] Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:— carry out of,τινὰ πολέμοιο Il.5.664
, etc.;ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37
, cf. E.Ph. 779;ἐ. πεύκας Ar.Fr. 599
;γραμματεῖον Id.Nu. 19
;ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk. 332
.2 carry out a corpse for burial,ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786
, cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 ([voice] Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσινἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8
.3 carry away,τρί' ἄλεισα Od.15.470
, cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward,ἄεθλον Il.23.785
:—more freq. in [voice] Med., τὠυτὸ (of a victory)ἐξενείκασθαι Hdt.6.103
; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.4 carry ashore,ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24
, etc.; cast ashore,πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec. 701
:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.II bring forth, in various senses:1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19;εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c
, cf. Arist. HA 577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA 731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐ. Hdt.1.193, 4.198.2 bring about, accomplish,μισθοῖο τέλος Il.21.451
;τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61
;κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1
:—[voice] Pass., .3 publish, deliver,χρηστήριον Hdt.5.79
;ἐ. λόγον S.Tr. 741
, Pl.Mx. 236c, cf. Plu.Them.23; ; of public measures, refer,ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5
;ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79
; ἐ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in [voice] Med.,ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125
): abs., freq. in [dialect] Att. Inscrr.,ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61
, cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po. 1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—[voice] Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην declare one's opinion, Isoc.5.36:—[voice] Pass.,εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp. 561
.4 produce, exhibit, Lys.19.30; display,δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg. 788c
, cf. D.19.12;φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3
;ἐ. τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74
.6 put forth, exert, :—and in [voice] Med., (lyr.).9 ὅρον ἐ. produce a definition, Arist.Metaph. 1040b2; express,διάνοιαν Phld.Po.5.26
, al.; ' word' a sentence, D.H.Comp.3 ([voice] Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib. 142; πρὸς ἑαυτὸν ἐ. soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.b [voice] Pass., of words, to be formed,κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc. 220
;ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28
; διὰ τοῦ ε ¯ ἐ. ib.193.5.III [voice] Pass., to be carried beyond bounds, : mostly metaph., to be carried away by passion,ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84
, cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El. 628; ἐ. πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc. 601 (lyr.);λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra. 425a
; ;πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34
; πάθος defined asὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92
:—later in [voice] Act., [θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21
.IV bring to one's end, bring on to the trail,εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7
; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—[voice] Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra. 386a.V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest),ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376
, cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.2 come to fulfilment,ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC 1424
; come to an end, Id.Tr. 824 (lyr.).
См. также в других словарях:
ἐπιρρηματικῶς — ἐπιρρηματικός adverbial adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαγε — ἄπαγε (προστ. του απάγω χρησιμοποιείται επιρρηματικώς) (Α) βλ. απάγω … Dictionary of Greek
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… … Dictionary of Greek
επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… … Dictionary of Greek
καθέκαστα — τα (AM καθέκαστος, κάστη, Μ και καστη, καστον) (νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση») μσν. 1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά 2.… … Dictionary of Greek
μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… … Dictionary of Greek