-
1 ἔμπορος
Grammatical information: m.Meaning: `who travels on a ship, passager' (Od.), `traveller' in gen. (B., trag.), usually `merchant' (Ion.-Att.; on the meaning beside κάπηλος, ναύκληρος Finkelstein ClassPhil. 30, 320ff.).Derivatives: ἐμπορία `(sea-, wholesale-)trade' (Hes.), ἐμπόριον `commercial town' (Ion.-Att.), ἐμπορικός `belonging to a merchant\/trade' (Stesich., Ion.-Att.; s. Chantraine Ét. sur le vocab. grec 115); denomin. verb ἐμπορεύομαι `be ἔμπορος, travel, trade' (Ion-Att.), also `be (more) cunning' (2 Ep. Pet. 2, 3), with ἐμπόρευμα, - εῖον, - ευτικός.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Hypostasis from ἐν πόρῳ (ὤν), "(be(ing) on travel"; s. πόρος and Porzig Satzinhalte 258. - Ngr. ἐμπορῶ `I can' stands for εὑπορῶ, s. Hatzidakis Glotta 22, 131f. (Unclear De Lamberterie, RPh 71, 1997, 159.)Page in Frisk: 1,508Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔμπορος
-
2 έμπορος
-
3 ἔμπορος
-
4 εμπορος
I2торговый, купеческий(ναῦς Diod.)
IIὅ1) прохожий, путник(τύμβος, σέβας ἐμπόρων Eur.)
2) путешественник Aesch., Soph., тж. пассажир наемного суднаεἶμι ἔ., οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος Hom. — я еду на чужом корабле, ибо нет у меня своего
3) торговец, купец (преимущ. ведущий заморскую и - в отличие от κάπηλος - оптовую торговлю) Her., Thuc., Plat., Arst.ἔ. περί τι Plat. и ἔ. τινος Anth. — торговец чем-л.;
κακὸς ἔ. βίου Eur. — дешево продающий свою жизнь -
5 ἔμπορος
ἔμπορος, ου, ὁ (s. three prec. entries; Hom. et al.) Od. 2, 319 ‘one who boards a ship as passenger’, then, esp. one who travels by ship for business reasons, merchant (Hdt., Thu. et al.; ins, pap, LXX; Philo, Op. M. 147; Jos., Ant. 2, 32; 20, 34; TestZeb 4:6; loanw. in rabb.) denotes wholesale dealer in contrast to κάπηλος ‘retailer’ (for the contrast cp. Pla., Rep. 2, 371d) Mt 13:45 v.l.; Rv 18:3, 11, 15, 23. For this pleonast. ἄνθρωπος ἔ. Mt 13:45.—B. 821. DELG. M-M. TW. -
6 ἔμπορος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔμπορος
-
7 έμπορος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έμπορος
-
8 ἔμπορος
ἔμ-πορος, ὁ, (1) wer auf einem fremden Schiffe als Passagier mitfährt. Übh. wer auf der Reise ist, auch zu Lande vom Wanderer. (2) Bes. der Großhändler, der Handel über das Meer ins Ausland treibt. Übertr., κακὴ ἔμπορος βίου, die gleichsam ihr Leben verkauft; κακῶν, d. i. der Unglück eingehandelt hat, mit Unglück belastet ist. Adj., = ἐμπορικός, ναῦς, ein Kauffahrteischiff -
9 έμπορος
ο, η торговец, -ка; коммерсант; куп|ёц, -чиха (уст.) -
10 ἔμπορος
торговец, купец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔμπορος
-
11 ἔμπορος
-
12 έμπορος
[эмборос] ουσ. α торговец, коммерсант,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έμπορος
-
13 ἔμπορος
-ου + ὁ N 2 2-3-14-0-6=25 Gn 23,16; 37,28; 1 Kgs 10,15.28; 2 Chr 1,16merchant, trader→ TWNT -
14 έμπορος
[эмборос] ουσ α торговец, коммерсант. -
15 ἔμπορος
ἔμπορ-ος, ον,III merchant, trader, Semon. 16, Hdt.2.39, Th.6.31, etc.; distd. from the retail-dealer ([etym.] κάπηλος) by his making voyages and importing goods himself, Pl.Prt. 313d, R. 371a, Arist.Pol. 1291a16, Sch.Ar.Pl. 1156: metaph.,ἔ. κακῶν A.Pers. 598
; ἔ. βίου a trafficker in life, E.Hipp. 964;ἔ. περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα Pl.Sph. 231d
; ὥρης ἔ. a dealer in beauty, AP9.416 (Phil.);ἔ. γυναικῶν IG14.2000
.2 as Adj., = ἐμπορικός, ναῦς ἔ. D.S.5.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπορος
-
16 ἔμπορος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔμπορος
-
17 έμπορος
1) commerçant2) marchand -
18 έμπορος
1) handlarz (m) rzecz.2) handlowiec (m) rzecz.3) kupiec (m) rzecz. -
19 έμπορος
obchodník -
20 έμπορος
dealerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έμπορος
См. также в других словарях:
έμπορος — έμπορος, ο και έμπορας, ο θηλ. ισσα 1. αυτός που αγοράζει φυσικά ή τεχνικά προϊόντα σε μεγάλες σχετικά ποσότητες και τα πουλάει λιανικά με σκοπό το κέρδος. 2. ο χοντρέμπορος (βλ. λ.). 3. αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεοτερισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔμπορος — one who goes on ship board as a passenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
Έμπορος, Αμβρόσιος — (17ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά. Είναι γνωστός από δύο εικόνες με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία, οι οποίες βρίσκονται η μία στα Χανιά και η άλλη στο Φαμπριάνο της Ιταλίας. Ο Έ. είναι συντηρητικότερος στη μορφολογία από τα… … Dictionary of Greek
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
ἐμπόρω — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπορον — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem acc sg ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Торговец — • Έμπορος (εμπορία, ср. Mercatura, Торговля), оптовый торговец, отличается от αυτοπώλης и κάπηλος. Αυτοπώλης продает им самим выработанные товары, как, напр., поселянин, привозящий в город деревенские продукты, ремесленник,… … Реальный словарь классических древностей
Σβαρτς, Γεώργιος — Έμπορος στην κοινότητα Αμπελακιών της Θεσσαλίας. Λεγόταν και Μαύρος. > Αμπελάκια … Dictionary of Greek
ἐμπόροις — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρου — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)