Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐών

См. также в других словарях:

  • .έων — ἕων , ὅς yas masc/fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐῶν — ἐάω suffer pres part act masc voc sg ἐάω suffer pres part act neut nom/voc/acc sg ἐάω suffer pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐών — εἰμί sum pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔων — ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕων — ὅς yas masc/fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύχρεως — εων, Α αυτός που βαρύνεται με πολλά χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρεως (< χρέος), πρβλ. αξιό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • πρυλέες — έων, οἱ, Α 1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους 2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση… …   Dictionary of Greek

  • -ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κεγχρεών — κεγχρεών, ὁ (Α) τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, χαλκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • κεραμεών — κεραμεών, ῶνος, ὁ (Α) μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερ εών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ έων μεγεθυντική σημ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»