Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἱππεῖον

См. также в других словарях:

  • Ίππειον — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 900 κάτ.) στη Μυτιλήνη. Βρίσκεται στα ΒΔ του κόλπου της Γέρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • ἵππειον — ἵππειος of a horse masc acc sg ἵππειος of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… …   Dictionary of Greek

  • COLONOS — agger, sive locus editus, non procul ab Athenis, in quem Oedipus thebis exulans dicitur commigrâsse: Unde Sophocles Tragoediam, de Oedipi calamitatibus conscriptam, Oedipum Coloneum appellavit. Erat autem hic locus Neptuno sacer, ubi etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»