Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κεὐσταλής

См. также в других словарях:

  • κεὐσταλής — εὐσταλής , εὐσταλής well equipped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»