-
1 χρῡσός
χρῡσός, ὁ, Gold; oft bei Hom. und Folgdn; neben χαλκός u. πολύκμητος σίδηρος unter den κειμήλια genannt, Il. 6, 48; δύω χρυσοῖο τάλαντα 18, 507, u. öfter in solchen Vrbdgn; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας 10, 294; χρυσὸν τιμῆντα 18, 475; αὐτόρυτος, δαμασίφρων, Pind. P. 12, 17 Ol. 13, 75; μεγασϑενής I. 4, 3; Tragg.; χρυσῷ πάττειν τινά Ar. Nubb. 902; in Prosa; – auch übertr., ἐπῶν Ar. Plut. 268; – χρυσὸς κοῖλος, zu Gefäßen verarbeitetes Gold, ἄπεφϑος, reines, geläutertes Gold, Her. 1, 50, im Ggstz von λευκὸς χρυσός, weißes, mit Silber gemischtes Gold. – [Die Lyriker brauchen zuweilen υ kurz, Pind. nur einmal, N. 2, 115, öfter im adj. χρύσεος, w. m. s.]
-
2 χρῡσός
χρῡσός, ὁ, Gold; χρυσὸς κοῖλος, zu Gefäßen verarbeitetes Gold; ἄπεφϑος, reines, geläutertes Gold; im Ggstz von λευκὸς χρυσός, weißes, mit Silber gemischtes Gold -
3 περί-χρῡσος
περί-χρῡσος, um-, vergoldet, S. Emp. adv. log. 1, 299; in Gold gefaßt, mit Gold rings besetzt, Luc. Necyom. 12, VLL. u. Inscr., z. B. Böckh Staatshh. II p. 281. 298. 306.
-
4 πολύ-χρῡσος
πολύ-χρῡσος, goldreich, reich an Gold, an goldenen Gefäßen; Δόλων, Il. 10, 315; πόλις, 18, 289; auch Hes. O. 523 Th. 980 Sc. 847; δῶμα, Pind. P. 4, 53; ϑάλαμος, 9, 69; νάπη, 6, 8. Auch Aphrodite heißt so, die Goldgeschmückte, H. h. Ven. 1. 9. 65 (vgl. χρύσεος); Gyges, Archil. 2; οἶκος Ζανός, Eur. Hipp. 68, u. öfter; στρατιά, der Perser, Aesch. Pers. 9; Σάρδεις, 45; Βαβυλών, 53; Μυκῆναι, Soph. El. 9; Πυϑών, O. R. 151; sp. D., wie Coluth. 283, Priamus; auch in Prosa, Xen. Cyr. 3, 2, 25 u. Sp., wie οἱ πολύχρυσοι Luc. Nigr. 13.
-
5 πάγ-χρῡσος
πάγ-χρῡσος, = Vorigem; νάκος, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 68; κορυφὰ κτεάνων, Ol. 7, 4; δίφροι, Soph. El. 510; δέπας, Eur. Hec. 528. öfter; οἶκος, Ar. Nubb. 598; Folgde; ἐφεστρίς, Agath. 61 (IX, 153).
-
6 φιλό-χρῡσος
φιλό-χρῡσος, das Gold liebend, goldgierig, Luc. Gall. 13 u. a. Sp.
-
7 ψευδό-χρῡσος
ψευδό-χρῡσος, von unächtem Golde, aussehend wie Gold, σκεῦος, neben κίβδηλος, Plut. discr. am. et adul. 3.
-
8 κατά-χρῡσος
κατά-χρῡσος, leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. ἐπίχρυσος; διάζωμα Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., Εὐριπίδης, der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
-
9 κερό-χρῡσος
κερό-χρῡσος, goldgehörnt, μόσχοι Orac. Sib.
-
10 κνησί-χρῡσος
κνησί-χρῡσος, Gold reibend, heißt die Feile, ῥίνη, Philp. 16 (VI, 92).
-
11 ζά-χρῡσος
-
12 εὔ-χρῡσος
-
13 μεταλλό-χρῡσος
μεταλλό-χρῡσος, Gold enthaltend, γαῖα, Paul. Sil. 74, 44.
-
14 μελί-χρῡσος
μελί-χρῡσος, honiggoldgelb, Opp. Cyn. 1, 314, ἔϑειραι, l. d.
-
15 διά-χρῡσος
διά-χρῡσος, mit Gold durchwirkt, ἐσϑής, ἱμάτιον, Dem. 21, 22; Pol. 6, 53. 7; στολαί 31, 3, 13, u. sonst; ὑποδήματα Plut. Conj. praec. 421.
-
16 λευκό-χρῡσος
λευκό-χρῡσος, weiß u. goldfarbig gemischt, λίϑοι, Plin. H. N. 37, 9.
-
17 ἀμφί-χρῡσος
ἀμφί-χρῡσος, rings vergoldet, φάσγανον Eur. Hec. 543.
-
18 ἀμμό-χρῡσος
ἀμμό-χρῡσος, ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.
-
19 ὁλό-χρῡσος
ὁλό-χρῡσος, ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.
-
20 ἄ-χρῡσος
ἄ-χρῡσος, ohne Gold, καὶ ἀνάργυρος Plat. Legg. III. 679 b; dah. arm, Ath. VI, 231 e; ohne Goldschmuck, γυνή Plut. de cup. div. 10.
См. также в других словарях:
Χρυσός — gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσός — χρῡσός , χρυσός gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα. — (κ’ἀίδου πύλας). См. Золото не говорит, да много творит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… … Dictionary of Greek
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα κ’ἀίδου πύλας. — См. Золотой молоток и железные двери отпирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… … Dictionary of Greek
Χρυσοῖν — Χρυσός gold masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοῖο — Χρυσός gold masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)