Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἦμες

См. также в других словарях:

  • ἦμες — εἰμί sum imperf ind act 1st pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… …   Dictionary of Greek

  • es- —     es     English meaning: to be     Deutsche Übersetzung: ‘sein”     Note: Root es : “to be” derived from Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I” [O.Ind. ásmi “I am” = ahám (*eĝ(h)om) “I”]     Grammatical information: copula and verb substantive;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»