Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔρχεται

См. также в других словарях:

  • ἔρχεται — ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται. — См. Брак холодит душу …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδὲν γὰρ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἔρχεται. — См. Из ничего один только Бог свет создал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 'ρχεται — ἔρχεται , ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρχεθ' — ἔρχεται , ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd sg ἔρχετο , ἔρχομαι ibo imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρχετ' — ἔρχεται , ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd sg ἔρχετο , ἔρχομαι ibo imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — ήρθα 1. κινούμαι, πλησιάζω κάποιον ή κάπου: Η βροχή έρχεται στην περιοχή μας. 2. φτάνω, αφικνούμαι: Ήρθε από το ταξίδι αργά το βράδυ. 3. ακολουθώ: Μετάτην αστραπή έρχεται η βροντή. 4. φτάνω σε ύψος: Η φούστα έρχεται ως τα γόνατα. 5. επιστρέφω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»