Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αὐχένα

См. также в других словарях:

  • αὐχένα — αὐχήν neck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχέν' — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg αὐχένε , αὐχήν neck masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καὐχέν' — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg αὐχένε , αὐχήν neck masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καὐχένα — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …   Dictionary of Greek

  • απαυχενίζω — ἀπαυχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω 2. δαμάζω ταύρο τραβώντας τον αυχένα προς τα πίσω 3. απελευθερώνω τον αυχένα από ζυγό ή από λαβή του αντίπαλου παλαιστή …   Dictionary of Greek

  • εναυχένιος — ἐναυχένιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή προσαρμόζεται στον αυχένα ή γύρω από τον αυχένα («εναυχένιος βρόχος») …   Dictionary of Greek

  • εξάγνυμι — ἐξάγνυμι (Α) [άγνυμι] κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • επαυχενίζω — ἐπαυχενίζω (Α) κρέμομαι από τον αυχένα κάποιου, βρίσκομαι στον αυχένα («ἐπαυχενίζων τοῡ βασιλέως», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • καταυχένισμα — το χτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»