-
1 πολυ-ώψ
-
2 πολυ-πληθύνω
πολυ-πληθύνω und πολυ-πλήθω, richtiger getrennt geschrieben, Lob. Phryn. 631.
-
3 πολυ-τῑμάω
πολυ-τῑμάω, f. L. für πολὺ τιμάω, Lob. Phryn. 630.
-
4 πολυ-δευκής
πολυ-δευκής, ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυ-ηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῠκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
-
5 πολύ-χειρος
πολύ-χειρος, = πολύχειρ; δύναμις, Heraclid. alleg. 25; aber f. l. bei Alcidam. de sophist. p. 678, 13, Bekker πολὺ χείρους.
-
6 πολυ-πρός-ωπος
πολυ-πρός-ωπος, mit vielen Gesichtern, vielgestaltig, so nannte Lycophr. trag. den Himmel, Arist. rhet. 3, 3; – von der Tragödie oder Comödie, mit vielen Masken, vielen darin auftretenden Personen, δρᾶμα, Luc. Nigr. 20 salt. 46.
-
7 πολυ-πρόβατος
πολυ-πρόβατος, reich an Schaafen, Heerden oder Zuchtvieh; Schol. Il. 2, 705; Φρύγες πολυπροβατώτατοι, Her. 5, 49.
-
8 πολυ-πραγματέω
πολυ-πραγματέω, = πολυπραγμονέω, Arist. pol. 4, 15, v. l. - μονέω.
-
9 πολυ-πραγμονεύω
πολυ-πραγμονεύω, = πολυπραγμονέω, zw.
-
10 πολυ-πρηγμονέω
πολυ-πρηγμονέω, ion. = πολυπραγμονέω.
-
11 πολυ-πράγμων
πολυ-πράγμων, ον, mit vielen Sachen, Angelegenheiten, Händeln beschäftigt; bes. tadelnd, der sich in vielerlei Dinge mischt, die ihn Nichts angehen, Ar. Av. 471; aus Vorwitz, Neugier, zänkischer Geschäftigkeit oder Gewinnsucht sich in die Angelegenheiten Anderer mengend, der im Staate Neuerungen anfängt, vgl. Valck. Hipp. 785; ὄχλος, Plut. Pericl. 11; καὶ ϑρασύς, Lys. 24, 24; auch kleinlich weitläuftig und umständlich, Sp., wie Plut.; – selten lobend, genau, sorgfältig forschend, durch viele Thätigkeit in Geschäften geübt, Pol. 9, 1, 4 D. Sic. 1, 37.
-
12 πολυ-πράγματος
πολυ-πράγματος, = πολυπράγμων (?).
-
13 πολυ-πρώτιστος
πολυ-πρώτιστος, Il. 2, 702, wird richtiger getrennt geschrieben.
-
14 πολυ-πρήων
πολυ-πρήων, ωνος, mit vielen Hügeln; κολώνη, Hermesian. v. 57 b. Ath. XIII, 598 a, alte v. l. πολυπρίων.
-
15 πολυ-πρήκτωρ
πολυ-πρήκτωρ, ορος, ὁ, = πολυπράγμων, Maneth. 4, 160.
-
16 πολυ-πρᾱγμοσύνη
πολυ-πρᾱγμοσύνη, ἡ, das Wesen und Thun des πολυπράγμων; Ar. Ach. 798; Ggstz von ἀπραγμοσύνη, Thuc. 6, 87; das sich in die Angelegenheiten Anderer Mengen, Neugier, Vorwitz, mit ἀλλοτριοπραγμοσύνη vrbdn, Plat. Rep. IV, 444 b; auch Neuerungssucht u. dgl., Pol. 2, 43, 9; kleinliche Weitläuftigkeit und Umständlichkeit, Luc. V. H. 2, 10; – seltener in gutem Sinne, genaue, gründliche Erforschung, Pol. 5, 75, 6; vgl. Plut. περὶ πολυπραγμοσύνης, de curiositate.
-
17 πολυ-πρᾱγμονέω
πολυ-πρᾱγμονέω, ion. - πρηγμονέω, ein πολυπράγμων sein, vielerlei Sachen treiben, viel Händel neben einander haben, vielerlei unternehmen, sehr geschäftig sein; gew. im tadelnden Sinne, sich in vielerlei Angelegenheiten mengen, die Einen Nichts angehen, sich mit anderer Leute Angelegenheiten zu schaffen machen; Ar. Plut. 913; τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν, Plat. Rep. IV, 433 ad, wie Gorg. 526 c; περί τι, Legg. XII, 952 d; daher vorwitzig sein, Parm. 137 b Theaet. 184 e; οὔτε πολυπραγμονεῖν δεῖ τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας, Legg. VII, 821 a; Folgde. – Bes. Neuerungen im Staate vorhaben, mit staatsgefährlichen Unternehmungen umgehen, Her. 3, 15, wie πολλὰ πρήσσω, 5, 33; vgl. πολυπραγμονῶν τι ἀπέϑανεν ὑπὸ Νικάνδρου, Xen. An. 5, 1, 15, wie Arr. An. 2, 13, 3; Pol. 2, 45, 6; μηδὲν πολυπραγμονεῖν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, 18, 34, 2; übh. ausforschen, ausspüren, τὰ κατὰ τὸν Ἀντίοχον, 3, 58, 5, ausspioniren, τὰ περὶ τοὺς ὑπεναντίους, 3, 80, 2, u. öfter; – seltener im guten Sinne, wißbegierig sein, genau wonach forschen, τὰ παρὰ τῶν μαϑηματικῶν, οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες, 9, 15, 7 u. öfter; Luc. de merc. cond. 12; Plut. u. a. Sp.
-
18 πολυ-πτόητος
πολυ-πτόητος, ion. u. poet. πολυπτοίητος, sehr erschrocken, schüchtern, übh. voll unruhiger Bewegung, voll Leidenschaft; Nonn. D. 10, 80 u. öfter; ϑάλασσα, Diod. 6 (VII, 624) in der poet, Form.
-
19 πολυ-πτώξ
-
20 πολυ-πόρευτος
πολυ-πόρευτος, viel gegangen, VLL.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek