Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολέος

См. также в других словарях:

  • πολέος — πολύς many masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλεος — Πόλις city fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεος — πόλις city fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίς βασιλίδων πόλεος. — См. Царьград …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • царьград(в Москве) — Стены вокруг Москвы Борис Годунов назвал Царьградом Ср. Карамзин. И.Г. Р. 10. Ср. Царьград Константинополь. Ср. Βασιλις βασιλίδων πόλεος. Царица города цариц. Nicetae. Acom. Historia …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Царьград(— в Москве) — Царьградъ ( въ Москвѣ). Стѣны вокругъ Москвы Борисъ Годуновъ назвалъ Царьградомъ. Ср. Карамзинъ. И. Г. Р. 10. Ср. Царьградъ Константинополь. Ср. Βασιλίς βασιλίδων πόλεος. Пер. Царица города царицъ. Nicetae. Acom. Historia …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • INNOCENS Civis — qui ad exitium ab hoste deposcitur, deseri potest, si appareat civitatem hostium viribus multo esse imparem: an vero etiam tradi possit in hostium manus, ut vitetur im minens alioqui civitatis excidium, iam olim disputatum est, ut cum Demosthenes …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JUPITER — Opis et Saturni fil. in Creta ins. eodem cum Iunone partu editus, et in Ida monte a Curetibus educatus, idque clam patre, qui ex pactione cum Titano fratre initâ, filios suos omnes devorabat. Cum autem in virum adolevisser, cognovislerque etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»