Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μῶνος

См. также в других словарях:

  • μώνος — μῶνος, α, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. μόνος …   Dictionary of Greek

  • μῶνος — μόνος alone masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • δρυμῶνος — δρῡμῶνος , δρυμών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • men-4 —     men 4     English meaning: small, to diminish     Deutsche Übersetzung: “klein, verkleinern; vereinzelt”     Note: partly with u , u̯o , partly with k formant     Material: u , u̯o stem: Arm. manr, gen. manu ‘small, thin, fine”, manuk “kid,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»