Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πάτρη

См. также в других словарях:

  • πάτρη — φράτρα brotherhood fem nom/voc sg (epic doric ionic) πάτρα fatherland fem nom/voc sg (epic ionic) πάτρη fatherland fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρῃ — φράτρα brotherhood fem dat sg (epic doric ionic) πάτρα fatherland fem dat sg (epic ionic) πάτρη fatherland fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρη — ἡ, Α (ιων. και επικ. τ.) βλ. πάτρα …   Dictionary of Greek

  • πάτρηι — πάτρῃ , φράτρα brotherhood fem dat sg (epic doric ionic) πάτρῃ , πάτρα fatherland fem dat sg (epic ionic) πάτρῃ , πάτρη fatherland fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — πάτρᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc/acc dual (doric) πάτρᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱ , πάτρα fatherland fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πάτρᾱ , πάτρα fatherland fem nom/voc sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτραι — φράτρα brotherhood fem nom/voc pl (doric) πάτρᾱͅ , φράτρα brotherhood fem dat sg (attic doric aeolic) πάτρα fatherland fem nom/voc pl (epic ionic) πάτρᾱͅ , πάτρα fatherland fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρη fatherland fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρας — πάτρᾱς , φράτρα brotherhood fem acc pl (doric) πάτρᾱς , φράτρα brotherhood fem gen sg (attic doric aeolic) πάτρᾱς , πάτρα fatherland fem acc pl (epic ionic) πάτρᾱς , πάτρα fatherland fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱς , πάτρη… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρᾳ — πάτραι , φράτρα brotherhood fem nom/voc pl (doric) πάτρᾱͅ , φράτρα brotherhood fem dat sg (attic doric aeolic) πάτραι , πάτρα fatherland fem nom/voc pl (epic ionic) πάτρᾱͅ , πάτρα fatherland fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτραι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα, της Ωρειθυίας. Συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Κάλαϊ, απάλλαξαν τον τυφλό μάντη Φινέα από τις Άρπυιες, που άρπαζαν την τροφή του. *… …   Dictionary of Greek

  • λίμνηθεν — (Α) επίρρ. από τη λίμνη ή από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν, πάτρη θεν)] …   Dictionary of Greek

  • οβριμοπάτρη — ὀβριμοπάτρη και ὀβριμοπάτρα και ὀβριμοπάτρις, ἡ (Α) (ως επίθ. τής Αθηνάς) κόρη ισχυρού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος + πάτρα / πάτρη (< πατήρ, πατρός), πρβλ. θεο πάτρα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»