Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσθενές

См. также в других словарях:

  • ἀσθενές — ἀσθενής without strength masc/fem voc sg ἀσθενής without strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειώδες οξύ — Ασθενές διβασικό οξύ με τύπο H2SO3, που ανήκει στη σειρά των οξυοξέων του θείου. Το θ.ο. αντιστοιχεί στον αριθμό οξείδωσης του θείου +4 και βρίσκεται μόνο σε αραιά διαλύματα. Παρασκευάζεται με διάλυση του SO2 στο νερό, είναι ισχυρό αναγωγικό και …   Dictionary of Greek

  • καρβονικό οξύ — Ασθενές διβασικό οξύ, του τύπου H2CO3. Σχηματίζεται κατά τη διάλυση του διοξειδίου του άνθρακα σε νερό. Πρόκειται για μία ένωση που συναντάται μόνο σε διαλύματα. Αυτό τo κ.ο. σχηματίζει καρβονικά και δικαρβονικά άλατα –τα οποία ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… …   Dictionary of Greek

  • Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben …   Deutsch Wikipedia

  • Характер (в психологии) — Характер (греч. (χαρακτηρ): примета, отличительное свойство, отличительная черта, черта, знак или печать ) структура стойких, сравнительно постоянных психических свойств, определяющих особенности отношений и поведения личности. Когда говорят о… …   Википедия

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»