Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σίγνον

См. также в других словарях:

  • σίγνον — signum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγνον — τὸ, ΜΑ ανδριάντας, άγαλμα μσν. (στο Βυζάντιο) η σημαία τών εξκουβιτώρων, τού σώματος τής φρουράς τού εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων αρχ. ο τόπος στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο οποίος χρησίμευε και ως αποθήκη ή φυλακή.… …   Dictionary of Greek

  • σίγνα — σίγνον signum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγνοις — σίγνον signum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγνου — σίγνον signum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγνων — σίγνον signum neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγνῳ — σίγνον signum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BAND — Persis fascia est, ex Graeco Βάνδον postremi Imperii, quod a Latino factum Pandum, παραπέτασμα. Unde Bandum, pro vexillo. Glossae, Bandon, σίγνον, vide infra. Et Franco celtae Bandam pro fascia hodieque dicunt, ac bandare, pro fasciare: quod a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σιγνοφόρος — ὁ, Μ (για ιερείς επαίτες) εικονοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σημαία» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • σιγνοφύλαξ — ακος, ὁ, Μ φύλακας τής σημαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, ποίκιλμα» + φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • σιγνόχριστον — τὸ, Μ σταυρός στο αέτωμα οικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, σημαία» + Χριστός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»