Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τελήεις

См. также в других словарях:

  • τελήεις — perfect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελήεις — και τελέεις, εσσα, εν, Α 1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.) 3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ ἔπεα», Τυρτ.) 4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος… …   Dictionary of Greek

  • τελῆεν — τελήεις perfect masc voc sg τελήεις perfect neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεληέντων — τελήεις perfect masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελήεντος — τελήεις perfect masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελήεσσα — τελήεις perfect fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεληέσσας — τεληέσσᾱς , τελήεις perfect fem acc pl τεληέσσᾱς , τελήεις perfect fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελέεις — εσσα, εν, Α βλ. τελήεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»