Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σύνδεσμα

См. также в других словарях:

  • σύνδεσμα — σύνδεσμος that which binds together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνδεσμα — σύνδεσμα , σύνδεσμος that which binds together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδεσμ' — σύνδεσμα , σύνδεσμος that which binds together neut nom/voc/acc pl σύνδεσμε , σύνδεσμος that which binds together masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»