Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀργυροῦν

См. также в других словарях:

  • ἀργυροῦν — ἀργύρεος of silver masc acc sg (attic epic) ἀργύρεος of silver neut nom/voc/acc sg (attic epic) ἀργῡροῦν , ἀργυρόω to cover with silver pres part act masc voc sg ἀργῡροῦν , ἀργυρόω to cover with silver pres part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀργυροῦν — ἀργυροῦν , ἀργύρεος of silver masc acc sg (attic epic) ἀργυροῦν , ἀργύρεος of silver neut nom/voc/acc sg (attic epic) ἀργῡροῦν , ἀργυρόω to cover with silver pres part act masc voc sg ἀργῡροῦν , ἀργυρόω to cover with silver pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHERICLES — Archon Athenis τῶ διὰ βου, seu perpetuorum, VIII. post Diognetum praefuit ann. 19. quô tempore Pheidon Argivus, undecimus ab Hercule ἐσκεύασε νόμισμα ἀργυροῦν, fecit nummum argenteum, vide Phioron; et Olympia ab Iphito, Lycurgo et Cleosthene,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… …   Dictionary of Greek

  • καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κόνδυ — κόνδυ, υος, τὸ, πληθ. υα (ΑM) είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση… …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

  • σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Αγαπηνός — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τους Γαργαλιάνους της Τριφυλίας. 1. Διονύσιος. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821 και τιμήθηκε με το Αργυρούν Αριστείον του Αγώνα. 2. Σαράντος ή Σαραντέλος. Οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»